Έχω να κοιμηθώ περίπου 3.000 ώρες. Γύρισα σπίτι κουρασμένος. Ξάπλωσα αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το μεσημέρι διάβασα μια ιστορία στο χνούδι και δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου. Κυρίως γιατί μου φέρνει στο νου μια δική μου εμπειρία που την έχω μοιραστεί με πολύ λίγους. Το μόνο που θέλω είναι να σας τη διηγηθώ. Και μετά ίσως κοιμηθώ λιγάκι.
Καθόμουν στα σκαλιά της εισόδου του πανεπιστημίου, ένα μεσημέρι του Δεκέμβρη πριν 4 περίπου χρόνια στο Λονδίνο. Χάζευα μια τράπουλα με φιγούρες «Χάρι Πότερ» που είχα δυσκολευτεί πολύ να βρω. Θυμάμαι πως ήταν ένα πολύ όμορφο μεσημέρι: είχα κάνει μια εξαιρετική παρουσίαση για τα ποδοσφαιρικά συμβόλαια, είχα βρει τη τράπουλα που έψαχνα και έτρωγα το αγαπημένο μου bagel.
Με πλησιάζει τότε ένας καθηγητής μου και μου λέει πως μια κυρία ήθελε να με δει. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα, γύρω στα 45, με αναστατωμένα μαλλιά και μια πολύ μεγάλη τσάντα. Η κυρία Ελένη. Δεν ήθελε εμένα συγκεκριμένα. Ήθελε κάποιον Έλληνα που μιλούσε αγγλικά. Με τράβηξε από το χέρι κι άρχισε να προχωράει στο δρόμο σχεδόν σέρνοντας με. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω άρχισε να μου εξηγεί: την έλεγαν Ελένη, ήταν από τη Θεσσαλονίκη και στο νοσοκομείο δυο τετράγωνα πιο πέρα νοσηλευόταν για 1,5 μήνα περίπου η κόρη της, η Άννα. Η Άννα έπασχε από λευχαιμία. Η μαμά Ελένη ήρθε κατά τύχη στο πανεπιστήμιο. Ή μάλλον κατ’ ανάγκη. Έπρεπε να μιλήσει στον γιατρό επειγόντως και ο γιος της θα ερχόταν αργά το βράδυ στο νοσοκομείο. Εκείνη δεν μιλούσε ‘τα εγγλέζικα’. «Θα’ ρθείς;» μου είπε «στα πόδια σου πέφτω». Θυμάμαι πως η φωνή της δεν είχε την παραμικρή υποψία παράκλησης. Μάλλον εννοούσε πως «θα έρθεις ακόμα και αν χρειαστεί να πέσω στα πόδια σου». Το να παρακαλέσει έναν άγνωστο στη μέση του δρόμου ήταν μια πολυτέλεια που η απελπισία της δεν επέτρεπε. Άρχισα να περπατάω προς την κατεύθυνση του νοσοκομείου χωρίς καν να της απαντήσω. Θα ήταν ψέμα όμως αν σας έκρυβα πως ένα τόσο δα κομματάκι μέσα μου ήθελε να αρχίσει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η Άννα ήταν μικρή. Γύρω στα 18, αν θυμάμαι καλά. Με τεράστια μάτια. Μόλις με είδε έκανε να φορέσει ένα μαντήλι στο λείο κεφάλι της. Συστήθηκα και με μια κίνηση που δεν υπολόγισα, τράβηξα απαλά το μαντήλι από το κεφάλι της. Δεν αντέδρασε. Δεν αντιδρούσε ιδιαίτερα. Μου ζήτησε μόνο πολύ ευγενικά να μιλήσω στον γιατρό. Πήγα στο διπλανό δωμάτιο και η μητέρα της με ακολούθησε.
Όπως αποκαλύφθηκε, η Άννα και οι γονείς της είχαν ζητήσει από τον γιατρό να της επιτρέψουν να επιστρέψει στην Ελλάδα για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο γιατρός ήταν απόλυτος: ο οργανισμός της ήταν τόσο αδύναμος που ίσως πέθαινε στο ταξίδι. Πριν λίγη ώρα δε, είχαν βγει τα αποτελέσματα από τις τελευταίες της εξετάσεις και ήταν αποκαρδιωτικά. Η Άννα δεν είχε πολύ χρόνο. Ο γιατρός μιλούσε σ’ έναν εξαιρετικά αποστασιοποιημένο τόνο λες και περιέγραφε κάτι που είχε συμβεί χρόνια πριν και δεν είχε καμία αξία να το συζητάμε ακόμα. Η μαμά Ελένη κοίταζε πότε τον ανέκφραστο γιατρό και πότε εμένα που του μιλούσα και χαμογελούσα. Και η γη δεν άνοιγε να με καταπιεί.
Είπα στον γιατρό πως μου ήταν αδύνατον να μεταφέρω αυτά που μου έλεγε στη μαμά Ελένη. Προσπαθούσα μάταια να του εκμαιεύσω ένα περιθώριο. Έστω και αυτό του θαύματος. «Το θαύμα είναι η ματαιότερη ελπίδα» μου είπε. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που επαναλαμβάνω αυτές τις λέξεις. Μάλλον γιατί είναι τυχαίες λέξεις βαλμένες στη σκληρότερη σειρά.
Μιλούσαμε περίπου ένα τέταρτο με τον γιατρό. Η μαμά Ελένη σιωπηλή. Είχε μπερδευτεί: εγώ χαμογελούσα και ο γιατρός μιλούσε σαν αυτόματος τηλεφωνητής. Όταν τελείωσε μου έσφιξε πολύ δυνατά το χέρι. Λες και ήθελε να με συνεφέρει. Γύρισα στη μαμά Ελένη και της είπα ψέματα. Πολλά ψέματα. Πως τα αποτελέσματα από τις τελευταίες εξετάσεις έδειχναν πως η κατάσταση της Άννας ήταν σταθερή. Πως ήταν δύσκολο να επιστρέψει στην Ελλάδα για τις γιορτές γιατί ο οργανισμός ήθελε ανάπαυση προκειμένου να δείξει σημάδια βελτίωσης. Και διάφορα τέτοια. Δεν ξέρω γιατί τα είπα αυτά. Ίσως γιατί είμαι ένας παθολογικός ψεύτης. Ίσως γιατί οι επόμενες μέρες θα ήταν πολύ δύσκολες για την Άννα και την οικογένεια της και τους άξιζε τουλάχιστον ένα μεσημέρι με λίγο φως παραπάνω. Δεν ξέρω γιατί. Απλά το έκανα.
Πήγαμε στο δωμάτιο. Η μαμά Ελένη διηγήθηκε στην Άννα όσα της είχα μεταφέρει. Και μετά βγήκε να μας φέρει πορτοκαλάδες. «Καλά έκανες και της τα είπες αυτά» μου είπε «και ο αδερφός μου τα ίδια της λέει. Αλλά δε νομίζω πως τα πιστεύει». Την πήρα αγκαλιά. Οι λέξεις είχαν σβηστεί από το κεφάλι μου. «Απλά να! Δεν θέλω να πεθάνω εδώ. Προτιμώ στο σπίτι μου». «Αννούλα μου, το ταξίδι είναι μεγάλο» της είπα και μας διέκοψε η μαμά της. Η συζήτηση σταμάτησε εκεί και άρχισαν να με ρωτάνε για τις σπουδές μου, την Αγγλία και άλλα τέτοια. Ίσως το βρείτε ηλίθιο αλλά άρχισα πάλι να λέω ψέματα. Τους είπα πως δεν σπούδαζα. Είπα πως δούλευα σ’ ένα εργοστάσιο και πως έξω από το πανεπιστήμιο περίμενα έναν φίλο μου. Τους είπα πως δεν είχα γονείς, ούτε οικογένεια και ζούσα χρόνια μόνος στην Αγγλία. Η Άννα ήθελε να σπουδάσει νομικά. Εγώ τελείωνα το πρώτο μου μεταπτυχιακό στα νομικά και μου φάνηκε βάναυσο να της μιλήσω γι’ αυτό που δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να σπουδάσει. Μου φάνηκε άδικο να της μιλήσω για την ευτυχισμένη μου ζωή, τις σπουδές και την οικογένεια μου. Μου φάνηκε άδικο να της μιλήσω για τη ζωή που έχανε. Όχι πως υπήρχε μέτρο σύγκρισης όμως δεν είχα άλλα όπλα εκείνη τη στιγμή. Μόνο τα ψέματα και το λευκό χέρι της Άννας που ζέσταινα στις παλάμες μου. Ή ίσως και να πάγωνε αυτό τις δικές μου. Δεν είμαι σίγουρος.
Έμεινα μέχρι αργά το απόγευμα. Παίξαμε χαρτιά, της έφερα κρυφά κινέζικο, μου μίλησε για τους φίλους της και κάποια στιγμή το κάτωχρο πρόσωπο της μου φάνηκε πως κοκκίνισε. Ποτέ δεν βεβαιώθηκα.
Γύρισα σπίτι και ήθελα να βγάλω από πάνω μου τη λύπη. Κοιμήθηκα με τα ρούχα κατάκοπος. Και όλο το βράδυ έβλεπα θάνατο στα όνειρα μου. Μέχρι τα ξημερώματα τα όνειρα μου είχαν παγώσει. Και το πρωί δεν έμοιαζε με καινούρια μέρα.
Το απόγευμα επέστρεφα στην Ελλάδα. Πέρασα το μεσημέρι από το νοσοκομείο. Η Άννα έλειπε. Μια νοσοκόμα μου είπε πως μόλις την είχαν πάει για εξετάσεις και θα αργούσε. Της άφησα μια μεγάλη τσάντα με βιβλία, την κασετίνα με τα πάρα πολλά μολύβια και μαρκαδοράκια, την τράπουλα του ‘Χάρι Πότερ’ κι ένα μπλουζάκι με τον Πλούτο που ήταν ο αγαπημένος της σκύλος. Στο εσώφυλλο ενός βιβλίου της άφησα ένα σημείωμα «Ήρθα και δεν σε βρήκα. Πρέπει να λείψω για λίγες μέρες. Να με περιμένεις.»
Όταν επέστρεψα στο Λονδίνο στο δωμάτιο της Άννας ήταν μια άλλη κοπέλα. Έφυγα χωρίς να ρωτήσω κανέναν τι απέγινε. Ακόμα πιστεύω πως το θαύμα έγινε και η Άννα γύρισε στη Θεσσαλονίκη και πως τελειώνει τη Νομική τώρα που σας γράφω. Δεν με νοιάζει που δεν με περίμενε. Πάντα θα πιστεύω πως η Άννα νίκησε. Και αν κάποιος μου πει το αντίθετο δεν θα τον πιστέψω.
26 σχόλια:
Η Άννα νίκησε, και μη πιστέψεις τίποτα άλλο.
................
Μακάρι!!! Μακάρι να νίκησε
Ξέρω μια Αννα που ακόμα παλεύει παληκαρίσια, μπορεί να είναι η δική σου...
:-) + αγκαλίτσα
Ελπίζω όπου να 'ναι, να είναι καλά... Και ελπίζω να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι σαν κι εσένα, ακόμα και "παθολογικοί ψεύτες" :)
Φιλιά
Ήταν πολύ γλυκό να το μοιραστείς μαζί μας. Είσαι υπέροχχος άνθρωπος.
:'(
.......
Nanako πολύ γενναίο αυτό που έκανες. Δεν ξέρω αν θα είχα το θάρρος. Θαυμάζω την πράξη σου.
μετά από τρεις μήνες δάκρυσαν τα μάτια μου.θα στο χρωστάω αυτό.καλημέρα
Den mou sunebi tipote parapanw apo ayto pou egrapse i northaura..meta apo kairo dakrysa.thanks for reminding me something i almost have forgotten
...ναι κι εγώ με τα ρούχα κοιμήθηκα. Σε φιλώ καλέ μου.
Welcome an new blog in the town
Thank you
www.nonprivatelife.blogspot.com
Συγκλονιστικό σαν εμπειρία, και ναι, πρέπει να πιστεύουμε στα θαύματα, χωρίς αυτά ζούμε μισή ζωή όλοι μας
Έκλαψα πολύ.. για την Άννα που παλεύει, για την μητέρα της που ελπίζει και για έναν υπέροχο, γενναίο άνθρωπο, εσένα.. Να'σαι καλά.
Ό,τι και να πω θα ΄ναι λίγο!!! Νανάκο να'σαι καλά!!! Και η Άννα εύχομαι να είναι καλά!!!!
Σίγουρα νίκησε γιατί σε γνώρισε...
Η Άννα ήξερε... δεν της είπες ψέματα. Η μητέρα της πιθανότατα δεν άντεχε και την αλήθεια, αφού και ο γιος της ακολουθούσε την ίδια τακτική. Και η Άννα νίκησε, τον θάνατο, τον καρκίνο, το δικαίωμα να ζει, γιατί πολέμησε και γιατί παραμένει πάντα ζωντανή στην καρδιά ενός ανθρώπου που την γνώρισε για λίγες ώρες.
Θάνο, είσαι σπάνιος άνθρωπος - μην σκεφτείς για τον εαυτό σου ποτέ τίποτε άλλο (άκου παθολογικός ψεύτης!! καμία σχέση...)
Δεν είναι η μοντέρνα ιατρική προσέγγιση - μπαμ και κάτω κι όποιον πάρει ο χάρος - κατάλληλη για όλους. Οι γιατροί όμως θεωρούν χρονοβόρο και ανούσιο* το να πλησιάζουν κάθε ασθενή όπως του ταιριάζει, και να δίνουν την αλήθεια με τρόπο που να μπορεί ο ασθενής και οι συγγενείς να το δεχτούν για το καλύτερο. Δηλαδή να πολεμήσουν και να μην παραιτηθούν. Σε αυτή την περίπτωση έκανες το μεγαλύτερο δυνατό καλό, και ευτυχώς που η κυρία Ελένη δεν τα μιλούσε τα εγγλέζικα (μπρρρ θα τον έφτυνα το γιατρό αλήθεια... από επιστημονική διαφωνία!)
Ευχαριστώ κι εγώ που το μοιράστηκες - και το κείμενο by Χνούδι (ακόμη τρέμω κι από τους δυο σας, αναγκάστηκα να ηρεμήσω για να γράψω σχόλιο...)
:'')
Eίναι μερικές φορές που ένα ψέμα μπορεί να κάνει τη διαφορά. Φυσικά ακόμα και αυτό εκείνη τη στιγμή ήταν λίγο...σχεδόν τίποτε για την Άννα και τη μαμά της. Απλά σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρεις τι να κάνεις και όλα φαίνονται ασήμαντα και ηλίθια. Όταν πρέπει να μεταφέρεις σε μια γυναίκα πως το παιδί της χάνει τη μάχη ό,τι και να αποφασίσεις ασήμαντο είναι.
Σας φιλώ όλους κι εύχομαι να είστε πάντα, μα πάντα καλά, κι εσεις και όσοι αγαπάτε όσο κλισέ και λαικίστικο ακούγεται. Εσείς μεταφράζετε τις λέξεις μου καλύτερα από τον καθένα
Σtην Άννα, μαζί με τα δάκρυά μου, στέλνω ένα κοχύλι απ' το Αιγαίο...
Aννα δώσ' μου για να σε θυμάμαι
Το μικρό χτενάκι που κρατάς
Μπήκε ο Σεπτέμβρης και φοβάμαι
Τ' όνειρο πως τέλειωσε για μας
Πάρε ένα κοχύλι απ' το Αιγαίο
Να 'χεις στο ταξίδι συντροφιά
Κι από το φιλί το τελευταίο
Κράτησε στα χείλη τη δροσιά
Η καρδιά μου φύλλο, φύλλο
Ματωμένη, τριανταφυλλιά
Στο Αιγαίο και στον ήλιο
Θεέ μου πόση νοιώθω μοναξιά
Άσε την αλμυρά από τ' αλάτι
κάτω από τα μάτια της σιωπής
Πάρε της φυγής το μονοπάτι
τέτοιον ώρα τίποτα μη πεις
Μόνο σαν χαράξει να μου τάξεις
όταν το μαντήλι θα χαθεί
Βγες στην κουπαστή να το φωνάξεις
σ' όλο το Αιγαίο ν' ακουστεί...
Σε σένα θέλω να στείλω όλη μου την αγάπη. Καλημέρα Νανάκο μου.
Aυτές οι στιγμές κοντά στην Αννα ήταν δώρο ζωής , για εκείνη και για σένα . Να χαίρεσαι που το έζησες .
Καλημέρα
Εχουν πλακα τελικα τα blogs!Σου δινουν την δυνατοτητα να πλαθεις ωραιες ιστοριουλες για να εξυψωσεις τον σαπιο πρωκτο σου... Εισαι ξεχωριστος και σπανιος ανθρωπος νανουκο...τοσο οσο χρειαζεται για να χαριεντιζεις τον αποτυχημενο εαυτο σου...Ελπιζω να συμπεριφερθεις πραγματικα στοργικα, οταν θα υπαρχει αναγκη,σε καποιον δικο σου ανθρωπο και οχι μοναχα απεναντι σε αγνωστους,απελπισμενους που αρκουνται στις λιγοστες παιδικες σαχλαμαριτσες που μπορεις να τους προσφερεις...
δεν θα μιλησω για την Αννα σου. την τελευταια φορα που μιλησα ηταν για το τελος ενος βιβλιου. ο φιλος μου εκεινος πιστευε πως ο ηρωας εζησε. αρχισα να διαβαζω παραγραφο παραγραφο το τελευταιο κεφαλαιο για να του εξηγησω το αντιθετο.
δεν μου μιλαει ακομα.
Υπάρχουν στιγμές που χάνεις την ανθρώπινη υπόστασή σου, αποκτάς φτερά και μια σημαντική αποστολή.Να είσαι περίφανος που έγινες άγγελος για λίγο και οδήγησες την Άννα σε μερικές στιγμές χαράς.ότι και να τις συνέβη ζει πάντα μέσα σου,και εσύ ζεις μέσα της σαν ένα άτομο που προσπάθησε να σβήσει τον πόνο της.Fair winds nanako!
((((((Νανάκο)))))))
@Ανώνυμε ώρα 5:07
H φράση σου "σάπιοι πρωκτοί" είναι μια υποκειμενική κρίση σε ένα δευτερεύον ζήτημα.
Η δική σου σάπια ψυχή όμως, είναι μια αντικειμενική κρίση σε ένα, δυστυχώς, μείζον ζήτημα.
Υπάρχει ακόμα ελπίδα για σένα. Ξανασκέψου το.
Πως δεν είχα ξανάρθει ποτέ εδώ, και σήμερα ήρθα πρώτη φορά? κλαίω...
Ευχαριστώ πολύ, με έκανες να σκεφτώ για ακόμη μια φορά, πως αξίζει που ανακαλύφθηκε το ίντερνετ, ακόμη κι αν ο μόνος λόγος ήταν να γνωρίζουμε ανθρώπους αγνώστους-όπως εσένα τώρα, και να μοιραζόμαστε τις σκέψεις τους.
Να είσαι πάντα καλά, σου στέλνω μια σφιχτή αγκαλιά.
Ένα από τα κείμενα που αξίζει, και πρέπει, να γράψει κανείς "Το διάβασα κι εγώ". Και πίσω από το κείμενο μια ιστορία ανθρώπινου μεγαλείου. Δεν θα γράψω "ευχαριστώ" θα πω "εύγε".
Δημοσίευση σχολίου