Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2011

Πώς θα βυθίσω την Έλλη;

Τα δυο χρόνια και κάτι που μένω σ' αυτό το σπίτι, συγκατοικώ με τον χτύπο ενός ρολογιού. Σε στιγμές απόλυτης ησυχίας, τις νύχτες, τα μεσημέρια ακούγεται ένα απαλό τικ- τοκ. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ένα παλιό ρολόϊ που είχα χάσει αλλά πριν λίγους μήνες αποκαλύφθηκε πως μου το είχε βουτήξει ένας φίλος μου και το αντάλλαξε μ' έναν φορτιστή κινητού. Ρολόγια δεν φοράω. Με τον καιρό πάντως κατάλαβα πως όταν πάψει ν' ακούγεται αυτό το ρολόϊ από το πουθενά, κάτι δυσάρεστο πρόκειται να συμβεί. Το ρολόϊ είχα να το ακούσω από χθες.
Απόψε έπεσα νωρίς για ύπνο. Τις τελευταίες μέρες, τα μαλλιά μου κατσαρώνουν από την υγρασία και δεν κοιμάμαι καλά. Στις 03:00 ακριβώς χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα για να τηγανίσω λίγο χαλλούμι και μερικές φετούλες φλαμαντζέρι. Ανοίγω το ψυγείο, άφαντο το χαλούμι! Άνοιξα συρτάρια, τάπερ, τις παγοθήκες, τίποτα. Αφού το θυμάμαι πολύ καλά: πριν ξαπλώσω έλεγξα το ψυγείο και ήταν εκεί. Σαν τώρα το θυμάμαι: 400 γραμμάρια λαχταριστό τυράκι που είχε ταξιδέψει από τη Λεμεσό και περίμενε με λαχτάρα να γίνει η λαχτάρα ενός λιχούδη ανθρώπου το ξημέρωμα μιας Παρασκεύης. Από τα διαόλια μου παραλίγο να τηγανίσω τ' ακτινίδια. Και ξέρω ποιός κρύβεται πίσω από όλα αυτά: η Έλλη Αλεξίου!
Η Έλλη Αλεξίου (η γνωστή) ζούσε εδώ μέχρι το '88 που πέθανε. Απ' όσο έμαθα από τη σπιτονοικοκυρά κανείς άλλος δεν έχει πεθάνει εδώ αλλά όλοι οι υπόλοιποι ένοικοι μετά τα 2 χρόνια έφευγαν. Και είχε κι ένα ρολόϊ τοίχου στο σαλόνι που ακουγότανε μέχρι τα Παναθήναια. Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν φιληνάδα με την αείμνηστη και ήξερε το σπίτι πολύ καλά καθώς γλεντικοπούσανε με τσάϊ, εργολάβους κι αναμνήσεις από τα παλληκάρια του Ε.Α.Μ.
Κάθε φορά που σταματάει το ρολόϊ, χάνω κάτι. Στην αρχή ήταν μια στέκα του μπιλιάρδου. Λίγο αργότερα, ένα σφουγγαρόπανο. Μετά έχασα το best της Λίτσας Γιαγκούση. Πριν λίγο καιρό, το dvd του Showgirls. Απόψε το χαλλούμι. Ως εδώ!
Δεν ξέρω αν τις ώρες που λείπω παίζει μπιλιάρδο και ακούει το "Έκλαψα, πόνεσα", σίγουρα πάντως δεν σφουγγαρίζει. Δεν ξέρω τί θέλει να καταφέρει αλλά καλά θα κάνει να κρατήσει τα μεταπολεμικά χεράκια της μακριά από το ψυγείο και τα λοιπά πράγματα μου γιατί θα πάθει κομμουνιστικό εξορκισμό. Και στο κάτω κάτω, αν θέλει να με διώξει ας χτυπήσει καμιά κατσαρόλα, ας κλείσει δυνατά καμιά πόρτα, ας φέρει μια βόλτα τους καναπέδες - τα γεροφαντάσματα άραγε πάσχουν από αρθριτικά? Αν θέλει να τα πάμε καλά, να πλύνει τις κουρτίνες. Ή να καθήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας και να περιμένει να συνοδεύσει την φιληνάδα της στο μακρύ ταξίδι. Κάτι ενυδατικές φορτώνει κι από μέρα σε μέρα είναι έτοιμη να μπαρκάρει.
Έξαλλος είμαι. Ακούω πάλι το εκκρεμές. Έφαγα σκέτο το μπέϊκον. Αρχίζω πόλεμο. Από αύριο. Τώρα πάω για ύπνο.

Τρίτη, Απριλίου 05, 2011

Είχα πάει λαϊκή

Όπως πολύ καλά γνωρίζεις, το μόνο χρώμα που δεν αφορά το ψυγείο μου είναι το πράσινο! Mε εξαίρεση τη μανούλα που την πιάνει ο δαιμονισμός και μου στέλνει (αλάδωτες) σαλάτες και λοιπά λαχανικά σε τάπερ - μάντεψε πού καταλήγουν! - το σχήμα της αγκινάρας δεν το ξέρω. Γενικά, i don't do green! Πρόσφατα όμως αποφάσισα να κάνω μια στροφή στην κουζίνα μου κυρίως για λόγους οικιακής οικονομίας: πετάς ένα πρασσόριζο στη θράκα και τέρμα το δίλημμα "πώς να φτιάξω σήμερα τα νιόκι". Όπως καταλαβαίνεις για να χρυσώσω το χάπι (στον εαυτό μου) έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό που θα διευκόλυνε την εβδομαδιαία μου επίσκεψη στη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Και το βρήκα.
Ένα καρότσι! Παλιακό και σιδερένιο από εκείνα που σούρνουν οι γριές ρημάζοντας αδιάκριτα στο πέρασμα τους καλτσόν και αστραγάλους. Προς στιγμήν, η ιδέα να προσαρμόσω λεπίδες στις ρόδες και να το βγάζω βόλτα σα να ήταν το άρμα του Gladiator μου φάνηκε ιδιάιτερα θελκτική αλλά σκέφτηκα τί θα έκανε ο Snoop Doggy Dog στη θέση μου και παραιτήθηκα από το σκέδιο. Πέραν τούτου, το Βebέ μου ψώνισε καρότσι και μου το έβαψε μπλέ γαλαζί που κομποζάρει απίθανα με μια μπλούζα που έχω χάσει από το '99 και την κλαίω ακόμα.
Το γαλάζιο μου καρότσι είναι το πιο πεντάμορφο όλου του κόσμου και δεν έβλεπα την ώρα να το βγάλω στο σεργιάνι.

Έτσι λοιπόν, το Σάββατο το πρωί και αφού το καρότσι είχε περάσει μια δραματική εβδομάδα στο σπίτι εξαιτίας των πολλών (πάρα πολλών) διακοσμητικών ιδεών μου, έκανε το ντεμπούτο του στον ωραιότερο δρόμο της Αθήνας.
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν βγήκαμε από το σπίτι. Αυτά τα καρότσια, βλέπεις, είναι one size και αν είσαι λίγο παραπάνω από το ύψος της μέσης συνταξιούχας τότε είσαι καταδικασμένος να περιφέρεσαι μπαταρισμένος από πάγκο σε πάγκο απολογούμενος " στις πρόβες το έκανα καλύτερα". Η δεύτερη κατραπακιά ήρθε όταν μια κυρία στον πάγκο με τις καυκαλήθρες (για τη σπανακόπιτα που δεν θα φτιάξω) με κοίταξε, μου χαμογέλασε, μου έγνεψε στα δεξιά της και μου ξαναχαμογέλασε. Της χαμογέλασα, κοίταξα στο πλάϊ της και αντίκρυσα με τρόμο ένα πανομοιότυπο με το δικό μου, μπλέ καρότσι - μη σου πω και καλύτερο καθώς η ταλαιπώρια των χρόνων και των μαρουλιών το είχαν μεταλλάξει ευχάριστα. Θα της έσκαγα τις ρόδες αλλά ας όψεται το προσκοπικό μου παρελθόν.
Κρίμα στο βάψιμο, κρίμα στα βιολογικά όνειρα, κρίμα στον εξαρθρωμένο ώμο. Το ενδεχόμενο να βάλω το Bebέ να μου βάψει εκ νέου ένα πουά καρότσι και να του ενσωματώσει στερεοφωνικό και μια χύτρα, το βλέπω πιθανό. Το ενδεχόμενο να ξαναπάω στη λαϊκή, το αφήνω ανοιχτό στις συναστρίες.

Ευτυχώς που η καλή μου γειτόνισσα Ματίνα με βοήθησε να σηκώσω το βαριά ηττημένο μου καρότσι και να φτάσουμε στον πάγκο με τα μανταρινάκια!

Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011

Π

Πρώτη πάντων, η πατάτα. Γι' αυτό και μετά από τόσο καιρό σκέφτηκα πως αν είναι να ξαναγράψω, χρειαζόμουν μια αλλαγή. Βαρέθηκα να βλέπω τη φάτσα του Λέννυ που με κοιτούσε επικριτικά κάθε φορά που έγραφα κάτι που δεν τον αφορούσε. Βαρέθηκα λίγο την ομπρέλλα θαλάσσης ενώ κατά βάθος ο χειμώνας είναι η αγαπημένη μου εποχή. Από την άλλη σκέφτομαι μήπως το καινούριο ρούχο του blog μου (που πιστέψτε με ακόμα και αυτή η τόσο απλή αλλαγή μου πήρε δυο μέρες χαμένες μέσα σε ακαταλαβίστικες συντομογραφίες ) είναι μια από τις αποφάσεις που κατά καιρούς παίρνω αλλά δεν τηρώ: δεν θα πάω γυμναστήριο πριν πάρω καινούρια φόρμα/παπούτσια/τραγούδια για το ipod. Και όταν τα κάνω όλα αυτά, παραδέχομαι απλά πως δεν αντέχω την αφόρητη πλήξη του γυμναστηρίου. Κι εκεί τελειώνει η συζήτηση.
Είναι 02:43 ξημερώματα Τρίτης. Η κόκα κόλα τελειώνει, το τασάκι γέμισε, ένας σκύλος μόλις κατάπιε ένα άλιεν (και μετά ένα λουκάνικο), τα πόδια μου μ' έχουν ειδοποιήσει πως είναι ώρα για ύπνο και το τελευταίο κομμάτι της πίτσας θα το αφήσω για τη μαμά μου που θα έρθει το πρωί να μου καθαρίσει τα μπαλκόνια. Αλλά αποφάσισα να μην κοιμηθώ με τη σκέψη πως "αύριο θα αρχίσω να ξαναγράφω".
Γύρισα (ξανά). Και αν βρεθεί ένας χριστιανός να με βοηθήσει ν' αλλάξω το πράσινο φόντο με μια υπέροχη φωτογραφία από αχνιστές λαχταριστές πατάτες, θα ήμουν υπόχρεος.
Καλημέρα.

Σάββατο, Ιανουαρίου 01, 2011

Η χρονιά του χούλα χουπ!

"Στρωτή θα είναι η ζωή όσων το πρωί ανοίγουν το παράθυρο κι έχουν την πολυτέλεια της διάθεσης να κοιτούν τον ουρανό ως πέρα και το βράδυ ανάβουν το φως και νιώθουν ωραία που γύρισαν στο σπίτι. Στρωτή ζωή θα έχουν οι άνθρωποι που αγοράζουν ,ε προσμονή το φρέσκο ψωμί, που βάζουν λουλούδια στο τραπέζι, που χαίρονται ένα καλό κούρεμα, που ξεροτηγανίζουν δυο αβγά μάτια, που φιλούν και φιλιούνται κάπως συχνά, που ρίχνουν ή τρώνε κανένα χαστουκάκι χωρίς να το παίρνουν πολύ βαριά, που σπάνε το πόδι και οι φίλοι έρχονται να γράψουν στο γύψο σαχλαμαρίτσες, που ψηφίζουν εξάπαντος, που ξέρουν τα λόγια των ρεφρέν της Μαρινέλλας, που ονειρεύονται ένα εξωτικό ταξίδι και μαζεύουν τα λεφτά σιγά σιγά, που παίζουν με τη γάτα τους και βγάζουν ένα ένα τα τσιμπούρια απ' το σκυλί τους, που καμαρώνουν στους αρραβώνες των παιδιών τους, που πάνε τα εγγόνια τους σε μπαλ μασκέ, που συνεφέρνουν το ετοιμόρροπο πατρικό στην επαρχία, που κηδεύουν το γονιό τους με τιμές" από 'Τα σακιά' της Ιωάννας Καρυστιάνη.



Καλή μας χρονιά και να μην ξεχνάμε πως τα πράγματα εκτός από χειρότερα μπορούν πράγματι να γίνουν καλύτερα! Να είστε όλοι καλά, να χαμογελάτε και να ελπίζετε!