Παρασκευή, Μαρτίου 19, 2010

Έπεσε έρωτας

Χθες το πρωί, αν και είχε κρύο, ήταν μιά ωραία συννεφιαμένη μέρα ιδανική για περπάτημα στη κατεψυγμένη Αθήνα. Επειδή όμως είναι πρησμένο το αριστερό μου κότσι τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσα να περπατήσω. Έτσι λοιπόν, κατά το μεσημεράκι ήρθε ο Κώστας (ο Μακεδόνας) και πήγαμε βόλτα με το ελικόπτερο. Είχα πάρει και την κουκουνάρα μου μαζί αλλά το όχημα δεν είχε πρίζα κι έτσι ξύλιασαν τα πόδια μου.
Είναι πολύ ωραία η Αθήνα από ψηλά. Μπετό, μπετό, μπετό, θάλασσα και στη μέση η κόκκινη ρόδα του λούνα πάρκ. Βέβαια επειδή η αίσθηση του προσανατολισμού που έχω είναι χειρότερη κι από χάσκι, εκεί που είναι ο Πειραιάς έβλεπα την Κηφισιά κι εκεί που είναι η εθνική όδος έβλεπα την Βουλιαγμένης. Όπως καταλαβαίνεις αυτό οδήγησε σ' επικοινωνιακό αδιέξοδο εμένα και τον Κώστα γιατί εκτός από χαλασμένο dar είμαι και ισχυρογνώμων με αποτέλεσμα να επιμένω πως το καζίνο της Πάρνηθας ήταν το φυλάκιο υπ' αριθμόν 7 του ναύσταθμου Σαλαμίνας - γνωστό και ως 'Φωφώ 7'. Mεγάλο μπλέξιμο. Επίσης, με είχε εκνευρίσει απίθανα το γεγονός πως οδηγούσε και ταυτόχρονα έπαιζε το μπαγλαμαδάκι του. "Είσαι σίγουρος πως μπορείς να οδηγήσεις έτσι?" τον ρώτησα. "Σοβαρολογείς?! Μιά φορά πέταξα αγκαλιά με το τρομπόνι μου" απάντησε. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε πως η σιωπή έπρεπε επιτέλους να μιλήσει. Έτσι ο Κώστας άρχισε να σιγοψυθιρίζει ένα ποτ πουρί από τις δύο μεγάλες του επιτυχίες κι εγώ αφέθηκα στην τελευταία μου αγαπημένη φαντασίωση (ότι δηλαδή είμαι ο βασικός τραγουδιστής του Glee Club και κάνω πρόβα το 'Παράλληλα' του Notis). Πότε καταλήξαμε να μουρμουρίζουμε και οι δυό "το παιδί από την Κρήτη που το λέγανε Κοσμά" ούτε και κατάλαβα.
Τη σκέψη μου διέκοπτε η φλύαρη πινακίδα που οδηγούσε το ελικόπτερο και κάθε δυό και λίγο έλεγε: "Πετράλωνα" - γκραν κάνει ο μπαγλαμάς, "Μαρούσι"- ξανά μανά γκραν, "Χαλκηδόνα" - δος του να παίζουν τα μπαγλαμαδάκια. Προάστιο και panadol. "Θρακομακεδόνες : λευτεριά στον πατριώτη!" ούρλιαξε ο φον μπαγλαμαδιάν. Πετούσαμε πολύ χαμηλά και αφού ζύγισα τις πιθανότητες άνοιξα την πόρτα και πήδηξα στη λύτρωση του πολλαπλού κατάγματος. Φώναξα "Μάνα, συγχώρα με!" και μετά γκντούπ.
Ξύπνησα το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο. Άνοιξα τα μάτια μου κι ένιωσα όπως η Grace Adler όταν είχε κουτουλήσει στον φανοστάτη και μόλις συνήλθε είδε τον πρίγκιπα της που ήταν ωραίος και γιατρός. Και εβραίος. Και ο Harry Connick jr. Αυτό έπαθα.
Τον είδα να με κοιτά και λιγώθηκα. Ένιωσα αυτό το μοναδικό συναίσθημα, το 'μόλις σε είδα είπα φέρτε σεισμογράφο'. Τον λένε Νέστορα. Γόνος εξέχουσας ιταλικής οικογενείας που ζει στο εξωτερικό κι έτυχε να είναι στην Ελλάδα για μερικές μέρες γιατί ήθελε ν' αγοράσει ελβιέλες. Με περιμάζωξε μετά το πέσιμο, μου έβαλε το πόδι και τα μαλλιά σε νάρθηκα και με φρόντιζε ταίζοντας με πατέ σε ορό. Moυ είπε πως θα έπρεπε να μείνω λίγες μέρες ακόμα στο κρεββάτι για να συνέλθω πλήρως. Δεν ήθελα να τον προσβάλλω. Έμεινα για 2 εβδομάδες. Τηλεφώνησα στο Λέννυ να μην ανησυχεί (και κυρίως να μην πουλήσει όλο μου το βιός) και μετά στη γιαγιά να βάλει τα λαζάνια στην κατάψυξη για να τα βρω όταν γυρίσω.
Έζησα για 2 εβδομάδες τον απόλυτο έρωτα. Ο Νέστορας ήταν ένας αληθινός άγγελος. Ευγενής, περιποιητικός, καθαρός. Τιναζόταν από τον ύπνο του για να δει αν είμαι καλά και αν χρειάζομαι κάτι.
Τα μεσημέρια έψηνε στον κήπο και έρχονταν οι φίλοι του για φαγητό. Αν και έκανε κρύο, καθόμασταν έξω και μασουλούσαμε μπριζολάκια και νεφραμιές. Οι φίλοι του ήταν πολύ προσιτοί και όλες τους οι ιστορίες είχαν μια πολύ ζεστή οικειότητα.
Τις νύχτες τυλιγόμασταν με μπλουζοκουβέρτες και καθόμασταν αγκαλιά στην ταράτσα. Κοιτάζαμε τον ουρανό, μιλούσαμε για τις χίμαιρες μας και προσπαθούσαμε ν' αφουγκραστούμε τα μυστικά του κόσμου όλου.
Περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί. Ακόμα και τα απογεύματα που έρχονταν οι συνάδελφοι του και κλείνονταν στο μικρό στούντιο του γκαράζ για να ηχογραφήσουν το νέο τους δίσκο, ήμουν κι εγώ εκεί με το καροτσάκι, τη ντουντού και το σουντόκου μου και τον καμάρωνα.
Όλα όμως τα παραμύθια έχουν κι ένα τέλος. Ο Νέστορας είχε τελειώσει με τα ψώνια του και τα μαλλιά μου ήταν πιο μεταξωτά από ποτέ. Είχε έρθει η ώρα να χωρίσουμε. Εγώ να γυρίσω πίσω στα Εξάρχεια που ήταν ανησυχητικά ήρεμα τις εβδομάδες που έλειπα και ο Νέστορας να ξεκινήσει την μεγάλη περιοδεία με το συγκρότημα του.
Νωρίς χθες το πρωί ήρθε ο Κώστας με το ελικόπτερο να με περισυλλέξει. Εν τω μέσω των μπουτιών του είχε μια μπασαβιόλα- θα 'παιρνα ταξί αλλά έπεσα πάνω στην απεργία. Ο έλικας είχε σηκώσει μαϊστρο. Σήκωσα τον γιακά του επενδύτη και κοίταξα το Νέστορα που στεκόταν στην εξώπορτα. Πελώριος, χνουδωτός, ευγενικός με λίγες τσίμπλες στα μάτια. Δεν μιλήσαμε. Του έστειλα ένα φιλί. Το πήρε ο έλικας και το πέταξε πάνω σ' ένα πιθάρι. Όπως σηκωνόταν το ελικόπτερο του έριξα μια τελευταία ματιά.
Ο Κώστας κοίταξε το δεξί μου μάτι που είχε βουρκώσει. Μετά κοίταξε την αλογοουρά μου. "Να σου πω ένα τραγούδι?" με ρώτησε. "Αν πεις τη 'Λίζα και την κορνίζα' μόλις κατεβούμε θα σου κάνω μήνυση" απάντησα. "Όχι άλλο θα πω. Ένα που ταιριάζει στην περίσταση" είπε. "Έτσι όπως γίναμε, πες το να σου φύγει ο καημός" του είπα και κοίταξα μπροστά. Το παρμπρίζ του ελικοπτέρου ήταν βρώμικο. Ήταν όμως ξεκάθαρο πως ο ήλιος είχε βγει ξανά.