Dance one year in, kiss one goodbye.
Καλή χρονιά!
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου πήγα στο Γαλαξείδι για να δω λίγο τους γόνεις που παραθέριζαν από τα τέλη Ιουνίου, να μαζέψω τον αλήτη που ξεροστάλιαζε όλη μέρα έξω από τα σαλαμάδικα και να παραλάβω την αυγόπιτα που θα μου έφτιαχνε η γιαγιά.
Έφυγα από την Αθήνα στις 04:30 και λιγότερο από 2 ώρες μετά βρισκόμουν στους Δελφούς με ανοιχτά παράθυρα, Νατάσσα Θεοδωρίδου στη διαπασών και μιά ελαφρυά αδιαθεσία. Μέχρι να φτάσω σπίτι, τα μούτρα μου είχαν φτάσει στο συμπλέκτη και ο πυρετός στο 38,2. Οι γονείς κοιμόντουσαν ακόμα και ο αλήτης ήταν στη θάλασσα με τη γιαγιά. Έφαγα λίγη αυγόπιτα και ξάπλωσα.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν η φωνή της μανούλας να με διατάζει: «Ξύπνα, έφερα τη ζυγαριά!». Μέσα στον ζεματιστό μου ύπνο, αυτή η φράση μου φάνηκε απόλυτα λογική. Ίσως πάλι επειδή αυτό που άκουσα ήταν: «Ξύπνα, έφερα τη συκωταριά!». Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο καλοκαιρινός μου Γολγοθάς.
Οι γονείς είχαν πλήξει αφόρητα στις διακοπές κι αποφάσισαν να παίξουμε οικογενειακό «Fat Camp» με μοναδικό πρόσκοπο εμένα. Για κάποιο περίεργο – και σας ορκίζομαι πλήρως ανυπόστατο - λόγο θεώρησαν πως μέσα στον μήνα που είχαν να με δουν είχα πάρει τόσα κιλά που από απλό ελεφαντάκι είχα γίνει η έγκυος μάνα του ελέφαντα που είχε φουσκώσει από τα πολλά μπαμπού. Εγώ φυσικά δεν είχα πάρει ούτε ένα κιλό. 96 με άφησαν, 96 με βρήκαν – το καλοκαίρι είμαι πάντα στη συντήρηση.Φαντάσου το όμως αυτό όλο με τον πυρετό να σε καίει.
Και νά οι σαλάτες, και νά οι θερμιδομετρητές, και νά τα ψητά ψάρια, και νά τα λιποτρόπικ, και νά τα μπιφτέκια τ’ αψώμωτα. Ούτε νερό δεν με άφηναν να πιώ γιατί, λέει, φούσκωνε το στομάχι μου! Το ψυγείο είχε μόνο φρούτα, σαλάτες και κάτι λουκάνικα του Λέννυ. Μην φαντάζεσαι, μετρημένα τα είχαν. Το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν πως είχαν κρύψει τα κλειδιά του σπιτιού της γιαγιάς για να μην φάω από το ψυγείο της. Και την γιαγιά δεν την έβλεπα γιατί είναι ο αδύναμος κρίκος. Ένα απόγευμα μας έπιασε το σκυλί της Γκεστάπο να μου πετάει η γιαγιά από το μπαλκόνι λίγο παστουρμά από τις γκαμήλες του Σουλάντζου κι έτρεξε να μας καρφώσει στον Γκαίμπελς. Για μία ολόκληρη εβδομάδα η γιαγιά δεν είδε Extreme Makeover.
Όπως έλεγε όμως και η Ευριδίκη «τη μέρα μπαίνω στη φυλακή μου, τη νύχτα βγαίνω στον ουρανό». Στο ρόλο τ’ ουρανού, ο μπακαλιάρος στο Πάνορμο, οι πίτσες στην Άμφισσα και τα σπληνάντερα της Βίδαβης. Μέχρι στην Ιτέα έφτασε η χάρη μου όπου σ’ ένα βράδυ πήγα δυο φορές σε δύο διαφορετικά τραπέζια. Δεν θυμάμαι τί έφαγα αλλά θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ βόασα μακαρίως. Το πρωί σολωμό στεγνό (που ούτε ο Λέννυ ο σκουπιδοτενεκές δεν πλησίαζε) και το βράδυ προβατίνα τέσσερα τυριά.
Το αποτέλεσμα αυτής της παρωδίας ήταν οι γονείς να πιστέψουν μετά από λίγες μέρες πως πράγματι αδυνάτιζα. Μπάνιο + περπάτημα + βραστό κολοκύθι = bye bye betoniera. Η αληθινή, βέβαια, εξίσωση ήταν: Μπάνιο + μπιρίμπα + σπληνάντερο = welcome back 2,5 κιλά που είχα να σας δω από το στρατό.
Βέβαια, εκτός από τους γονείς παρατήρησαν κι άλλοι πως είχα πάρει 340 γραμμάρια σε σχέση με το περσινό καλοκαίρι. Αυτές «οι άλλοι» ήταν κοπέλες 38-42, singles ή φρεσκοχωρισμένες που είτε είχαν σουρώσει από τα δάκρυα του χωρισμού είτε είχαν σταφιδιάσει από τις πολλές φρουτοσαλάτες που τρώνε με πολλά νεύρα (μάλλον επειδή δεν είναι burger). Aυτές οι κοπέλες εκτός του ότι έχουν γκρι χρώμα από την αδυναμία, πορεύονται με μιά μυστική αποστολή: να σε πείσουν πως είναι υγιές να μοιάζεις λες κι έχεις καταπιεί το δόντι σου. Μόλις σε δουν σε ρωτάνε (με βδελυγμία): «Πάχυνες?». «Παντρεύτηκες?» της απαντάς καλόκαρδα και χαμογελαστά. Η απάντηση αυτή είναι τόσο αφοπλιστική που μάλλον θα έχεις ξεφορτωθεί μιά για πάντα την χτικιάρα.
Πέραν τούτου, επέστρεψα φράπα στην Αθήνα και, σημειωτέον, αριστεύσας σε πρόσφατες αιματολογικές εξετάσεις – προς απογοήτευση των γονέων που ήθελαν αφορμή για να ξαναπιάσουν το σουξέ «Πάλι φαρμάκια μας ποτίζει το χοντρό».
Πήγα να γραφτώ και σ’ ένα πολύ χάι γυμναστήριο στο κέντρο της Αθήνας. Στη συνέντευξη (!) με ρώτησαν «Γιατί θέλω να πάω στο γυμναστήριο». Τους απάντησα πως βαριέμαι θανατηφόρα τα γυμναστήρια και πως πάω μόνο για την παρέα. Με απέρριψαν!
Υγ. Μόλις τώρα συνειδητοποίησα πως ‘ΤΝS’ είναι η συντομογραφία του ‘TaNasiS’. (semi)Brilliant!