O γάμος κανονίστηκε για τον Οκτώβρη. Κι επειδή ο Σανσονόπουλος θεωρούσε μπανάλ όλο το πόπολο Ολλανδίας, Ισπανίας κλπ, αποφασίσαμε να παντρευτούμε στον Καναδά, το κατώφλι του οποίου καμία μπαναλιτέ δεν πέρασε ποτέ.
Ήταν τέλος Αυγούστου όταν τελειώσαμε με τα διαδικαστικά: πρεσβείες, άδειες, αεροπορικά και ξενοδοχεία. Και παρ’ ότι πολλοί από τους φίλους μας κοιτούσαν σαν εξωγήινους όταν τους ανακοινώναμε την απόφαση μας, εμείς νιώθαμε απίθανα χαρούμενοι.
Ο Σανσονόπουλος δε, είχε πάρει πολύ σοβαρά την όλη προετοιμασία του γάμου και περνούσε όλη την ημέρα διαβάζοντας περιοδικά γάμου.
Σιγά σιγά είχα αρχίσει να αποχαιρετώ το σπίτι μου καθώς περνούσαμε όλο και περισσότερο χρόνο στο σπίτι του Σανσονόπουλο. Στην ουσία, το σπίτι του έμοιαζε περισσότερο με κλουβί αλλά τα μάτια των ερωτευμένων το έβλεπαν φωλίτσα. Eυτυχώς, ο Σανσονόπουλος εκτός από παιδί από σπίτι ήταν και major παστρικοθοδώρα.
Σε αυτή τη φωλιά όμως άρχισαν να συμβαίνουν μερικά ανεξήγητα πράγματα.Ένα ωραίο πρωί, έφυγα για τη δουλειά φορώντας ένα δικό του σακάκι στη μέσα τσέπη του οποίου βρήκα ένα προφυλακτικό. Τί το ήθελε το καποτάκι?
Ο διάλογος που ακολούθησε το απόγευμα ήταν ο εξής:
Ν.: Βρήκα ένα προφυλακτικό στο σακάκι σου.
Σ.: Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Είναι για τη συλλογή μου!
Ν.: Συλλέγεις προφυλακτικά?
Σ.: Ναι! Εδώ και χρόνια!
Ν.: Μπορώ να τη δω?
Σ: Εμ, όχι! Γιατί την έχω στείλει σ' ένα φίλο στο Παρίσι για να μου φτιάξει αυτό που θα φορέσω στο γάμο. Είναι κουτίρ, δεν ξέρεις εσύ!
Μια μέρα, χρησιμοποίησα το κομπιούτερ του για μια δουλειά μου. Εκεί βρήκα έναν φάκελλο που έγραφε «Πάρτυ Τζες.» Το άνοιξα και χάζευα διάφορες φωτογραφίες από το πάρτυ της φίλης του. Όταν ξαφνικά είδα αυτό:
Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν ο εξής:
Ν.: Τί ακριβώς κάνεις εδώ?
Σ.: Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Είναι φωτομοντάζ!
Ν.: Τι ακριβώς έχουν μοντάρει?
Σ.: Μια τσικίτα κι εμένα να σκύβω για τα κορδόνια μου.
Ν.: Φορούσες παπούτσια αλλά όχι βρακί?
Σ.: Σου λέω είναι φωτομοντάζ! Δεν έχεις δει τί σκαρώνουν με μιά φωτογραφία κι ένα κομπούτερ?
Ένα απόγευμα έκανα χώρο στη ντουλάπα για μερικά ρούχα μου. Εκεί βρήκα ένα μεγάλο κουτί που έγραφε "Πράγματα Γραφείου" . Το άνοιξα και, μεταξύ άλλων, βρήκα αυτό.
Ο διάλογος που ακολούθησε το βράδυ ήταν ο εξής.
Ν.: Τι ακριβώς είναι αυτό?
Σ.: Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Είναι δώρα από φίλους.
Ν.: Σε τί είδους γραφείο ξέρουν οι φίλοι σου πως δουλεύεις?
Σ.: Οι δημοσιογράφοι έχουν ιδιότυπο χιούμορ. Μεταξύ μας κάνουμε χιούμορ πως δουλεύουμε σε μπουρδέλο.
Ν.: Σε μπουρδέλο? Εγώ υπέθεσα στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.
Σ.: Εεεμμμ...
Ν.: Άσε! Κατάλαβα!
Όπως καταλαβαίνεις, είχα αρχίσει να έχω κάποιες αμφιβολίες για το παρελθόν του Σανσονόπουλο. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα κάτι που δεν μου είχε κάνει νωρίτερα εντύπωση. Ο Σανσονόπουλος έγραφε μόνο μια στήλη σε μια εφημερίδα με ένα βασικό μισθό. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτός ο μισθός του έφτανε για να πληρώνει δύο δάνεια, πιστωτκές, ενοίκιο, ταξίδια, εξόδους, ακριβά ρούχα και να αποταμιεύει κιόλας.
Δυστυχώς όλα αυτά συνδέθηκαν όταν κάποιο βράδυ υποδεχθήκαμε στο κρεββάτι μια ιδιαίτερα ανεπιθύμητη παρέα.
Η, κατά Σανσονόπουλο, εξήγηση ήταν απλή: «Πήγα να φάω στη μαμά μου και ήταν εκεί ένας ξάδελφος μου που είναι ιατρικός επισκέπτης στο Λοιμωδών».
Η αδιαβάθμητη μαλακία και καλή μου διάθεση είχαν πλέον εξαντληθεί. Δεν κουβεντιάσαμε τί έφαγαν με τον ξάδερφο και, κυρίως, σε ποιά στάση. Αντίθετα, μάζεψα μερικά τσιμπράγκαλα και τσακίστηκα πίσω στο σπιτάκι μου. Από το επόμενο βέβαια πρωί άρχισαν να τηλεφωνούν οι φιλεναδίτσες του Σανσονόπουλου.
Ό,τι όμως και αν μου έλεγαν, η εικόνα που είχα για τον Σανσονόπουλο στο κεφάλι μου ήταν πολύ συγκεκριμένη.
Χωρίσαμε πολιτισμένα. Μου είπε να περάσω να πάρω τα πράγματα μου. Ξέχασε βέβαια να μου πει πως είχε αλλάξει την κλειδωνιά. Σκέφτηκα να την ανοίξω μόνος μου αλλά είπα να μην κλιμακώσω την κατάσταση.
Τηλεφωνηθήκαμε το βράδυ και είπε πως θα μου έφερνε κάποια στιγμή ο ίδιος τα πράγματα. Περίπου μία ώρα αργότερα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Κατέβηκα και αντίκρυσα όλα μου τα πράγματα, τέλεια αμπαλαρισμένα και τακτοποιημένα κατά μήκος του πεζοδρομίου. Eυτυχώς, οι γείτονες κατάλαβαν αμέσως σε ποιόν ανήκαν όλα τα αντικείμενα και δεν τα πείραξαν.
Με τον Σανσονόπουλο δεν ξαναμιλήσαμε. Ήταν πολλές φορές που ενώ έπρεπε να χτυπήσω το δικό μου κεφάλι στον τοίχο, ήθελα να βάλω κάτι πρόχειρο πάνω μου και να πάω να τον δείρω.
Αλλά κάθε φορά σκεφτόμουν πως το κακό γυρίζει πίσω σαν την κατάρα. Κι όπως μου έλεγε και ο παπουλάκος μου, 'Don't look back in anger'.