GATE 25Την Παρασκευή για πρώτη φορά στη ζωή μου έφτασα 1,5 ώρα νωρίτερα από την ώρα της πτήσης. Συνήθως φτάνω δέκα λεπτά και κρεμιέμαι από τη φτερούγα του αερόπλανου. Μια φορά δε, επέστρεφα από Αγγλία και έχασα την πτήση γιατί παρακολουθούσα τον τελικό του
Weakest Link!
Στο γκισέ της Ολυμπιακής μια πολύ ευγενική κυρία μου είπε με πολύ ευγενικό τρόπο πως το εισιτήριο μου δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κράτηση, δεν υπάρχω σαν επιβάτης – μόνο που δεν μου είπε να πάω να γαμηθώ. «Θα περιμένετε μέχρι να κλείσει η πτήση και βλέπουμε!». Πριν προλάβω να αντιδράσω η κυρία είχε εξαφανιστεί και καμιά φιλενάδα της δεν ήταν διατεθειμένη να με εξυπηρετήσει. Η ώρα περνούσε και καθόμουν σε μια γωνίτσα περιμένοντας την γκαμούζα να ξαναεμφανιστεί – κάποια στιγμή την πήρε το μάτι μου να χαχανίζει μ’ έναν τύπο και να πίνει καφέ. Ο εφιάλτης πως θα γινόμουν μια από αυτές τις κυράτσες που βλέπω στην τηλεόραση και δαιμονολογούν ενάντια στην Ολυμπιακή και την κακιά τους ώρα, φαινόταν κοντινή πραγματικότητα.
Είκοσι λεπτά πριν το αεροπλάνο για Κω ανοίξει τις φτερούγες του και χαθεί για πάντα, μια άλλη κυρία εμφανίστηκε από το πουθενά και μου έδωσε το εισιτήριο μου. Επειδή το αεροπλάνο ήταν έτοιμο να φύγει έπρεπε το σακ βουαγιάζ μου να το πάρω παραμάσχαλα και να τρέξω σαν τον παλαβό μέχρι την Πύλη 25. Βαριά η τσάντα μου, βαριά και τα βυζιά μου αλλά πατουλιδώθηκα μπας και ρημαδοκάνω διακοπές μια φορά στη ζωή μου. Με τη γλώσσα στο πάτωμα βλέπω ένα καροτσάκι, το βουτάω κι αραδιάζω τα τσιμπράγκαλα μου. Μόλις αναπτύσσω ταχύτητα, πέφτω πάνω σε σκάλες. Πριν προλάβω να δυσανασχετήσω ακούω το όνομα μου από τα μεγάφωνα. Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω άρχισα πάλι να τρέχω ζαλωμένος σα τον γάδαρο. Εννοείται πως όταν βιάζεσαι είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα πέσεις πάνω σε τουλάστιχον μια ορδή από γριές που τρέχουν με έως και 12 μέτρα την ώρα. Πρέπει να σβάρνισα 3-4 αλλά στον πόλεμο δεν υπάρχουν περιθώρια για συναισθηματισμούς.
Φτάνοντας στη πύλη, η ουρά έμοιαζε με ουρά στον Βασιλόπουλο Σάββατο μεσημέρι. Προσπερνώ τους πάντες με αξιοζήλευτα πλονζόν λέγοντας πως μ’ έχουν φωνάξει από τα μεγάφωνα. Τη στιγμή που ετοιμάζομαι να περάσω από το σύστημα ανίχνευσης, νιώθω μια δυνατή κλωτσιά στον κώλο: ήταν ο νόμος του Μέρφι.
Ένας γραβατωμένος μεσήλικας πλησιάζει την κοπέλα της ασφάλειας τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βάλει στον ιμάντα τα πράγματα ΜΟΥ: «Σας παρακαλώ πολύ, δεν είναι δυνατόν ο κύριος Τάδε να παρακάμπτει την ουρά επειδή γνωρίζει τον υπουργό. Θέλω να δω τον προϊστάμενο σας!» Εκεί άρχισε ένα άνευ προηγουμένου καλιαρντό γιατί ως γνωστόν σε αυτή τη χώρα το θέμα ‘αξιοκρατία’ είναι ιερό και κανείς δεν πρέπει να το θίγει. Ήρθε ένας τύπου προϊστάμενος μ’ ένα σημειωματάριο για να καταγράψει τη καταγγελία. Ο κύριος συνέχιζε να παραληρεί λέγοντας «… με λένε Τάδε. Ρωτήστε όποιον θέλετε, με ξέρει όλη η Αθήνα». Μόλις άκουσα κι αυτό σκέφτηκα πως μπορεί να φαινόταν αστείο το σκηνικό αυτό με τη διαφορά όμως πως ο ΜΑΛΑΚΑΣ αυτός θα έκανε διακοπές ενώ εγώ θα έχανα τη πτήση μου! Κι έτσι:
«Με συγχωρείτε που παρεμβαίνω αλλά εγώ είμαι Πειραιώτης και δεν σας ξέρω. Ξέρω όμως πως αυτό εκεί είναι το αεροπλάνο μου που φεύγει από λεπτό σε λεπτό και θα το χάσω εξαιτίας της μαλακίας σας! Κι αν το χάσω θα πλακώσω εσένα» είπα κι έδειξα τον τύπου προϊστάμενο. Ο μεσήλιξ δεν κώλωσε και άρχισε να βρίζει σε άπταιστα αρχαία ελληνικά αλλά μάλλον φαινόμουν πολύ έξαλλος γιατί ο τύπου προϊστάμενος έβαλε τον σάκο μου στον ιμάντα. And hell broke loose.
O κύριος που καθόταν στο σκαμπουδάκι και κοίταζε τις ακτινογραφίες βρήκε κάτι ύποπτο και ζήτησε από την αντιπαθητικιά κοντή τύπου σεκιούριτι να μου ανοίξει τον σάκο.
«Ελάτε από εδώ και ανοίχτε το σάκο» είπε επιτακτικά η τύπου σεκιούριτι.
«Να σας πω κάτι; Αυτά που βλέπει ο κύριος είναι τα κλειδιά μου, 6 ζώνες μπερδεμένες και μια μπαγκέτα με μαρούλι, μαγιονέζα και τυρί» τις λέω.
«Τι;» ρωτάει αυτή με ύφος ‘πόσο μαλάκας είσαι;’
«Τυρί!!» της απαντώ με ύφος ‘μαλάκο είσαι και φαίνεσαι’
Και τότε η γκόμενα κάνει το αδιανόητο: ανοίγει τον σάκο και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα μου –γιατί μόνο ρούχα είχε η τσάντα.
ΜΕ ΛΥΣΣΑ! Στοίβαζε τα κολαρισμένα πουκαμισάκια μου, που με τόσο κόπο είχα διπλώσει, το ένα πάνω στο άλλο, τα μπέρδευε, τα τσαλάκωνε και μου ερχόταν να βάλω τα κλάμματα! Νομίζω πως είχα βουρκώσει όσο την έβλεπα αποσβολωμένος να ξεκοιλιάζει τη βαλίτσα μου λες και της είχα κρύψει τον γκόμενο. Λίγο πριν λιποθυμήσω, βρήκε το σάντουιτς. Το πήγε στον εμπειρογνώμονα που καθόταν στις ακτινογραφίες, το ξετύλιξαν, το
ΆΝΟΙΞΑΝ και μετά το ξανατύλιξαν. «
ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ!!» βροντοφώναξε η τύπου σεκιούριτι στο πλήθος που περίμενε τον έλεγχο.
Αισθάνθηκα σαν τη Μόνικα Μπελούτσι στη ‘Μαλένα’ που την κούρεψαν δημοσία δαπάνη και μετά την πετροβόλησαν. Τέτοια ντροπή δεν είχα νιώσει ούτε όταν ο κύριος Παστίας στη έκτη δημοτικού με ταπείνωσε μπροστά στους συμμαθητές μου επειδή δεν ήξερα διαίρεση.
«Εντάξει, μπορείτε να φύγετε» μου είπε η τύπου σεκιούριτι και με ξύπνησε από τον λήθαργο του εξευτελισμού.
«Δεν κατάλαβες! Κι αυτά τι θα γίνουν;» της είπα κι έδειξα τα ρούχα μου, μερικά από τα οποία σούρνονταν στο πάτωμα. Την τιμή μου την είχα χάσει αλλά ήμουν αποφασισμένος να διαβώ το Γκράν Κάνυον του κουλεμανσόν με οποιοδήποτε κόστος.
«Δεν είναι δουλειά μου κύριε να σας φτιάξω τη βαλίτσα…κύριε!» μου απάντησε το τσούρδελο με σηκωμένο φρύδι. Ήταν φανερό πως το απολάμβανε.
«Βάλε τα ρούχα στη θέση τους γαμημένη όπως ακριβώς τα βρήκες!»
«Πως μου μιλάς έτσι; Θα φωνάξω την ασφάλεια» είπε με γουρλωμένα μάτια.
«Δεν θα προλάβεις γιατί θα σε πλακώσω στις κλωτσές. Μπρος, ξεκίνα γιατί θα χάσω τη πτήση μου» της είπα και της έδωσα ένα πουκάμισο.
«Θα σου κάνω μήνυση» είπε έξαλλη
«Βάλε τα ρούχα στη τσάντα»
«Δεν τα βάζω»
«Θα τα βάλεις!»
«Δεν τα βάζω!»
«Άει στο διάβολο γαμημένη γυναίκα που θα μου κάνεις και μήνυση» άρχισα να βάζω τα ρούχα στη θέση τους άρον άρον, βρίζοντας αυτή και την Ολυμπιακή που βρίσκει όλες τις μαλακισμένες και τους λέει πως είναι αρχηγοί. Έβριζα εγώ, έβριζε κι αυτή, η ουρά είχε σταματήσει να κινείται και όλοι χάζευαν το υπερθέαμα.
«Δεν μου επιτρέπει η θέση μου να σου απαντήσω όπως σου αξίζει» την άκουσα να τσιρίζει.
Έβαλα τα πράγματα όπως όπως στη τσάντα και της πάτησα με δύναμη το πόδι, δήθεν όπως παραπατούσα από το βάρος της τσάντας.
«Ωχ, συγγνώμη! Ελπίζω να μη μείνεις κοντή για πάντα… γαμημένη!» απάντησα στο τσιριχτό της κι άρχισα να τρέχω προς την πύλη μου.
Το αεροπλάνο το πρόλαβα γιατί όπως αποδείχτηκε δεν ήμουν ο μόνος αργοπορημένος. Η διάθεση μου είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά γιατί δεν μου αρέσει να φωνάζω και να συμπεριφέρομαι έτσι. Η εν λόγω είναι κοντή, ξεβαμμένη ξανθιά, γύρω στα 30-35, παχουλή και νομίζω πως την λέγανε Νίκη. Μετά από όλα αυτά όμως ήμουν πλέον βέβαιος πως οι διακοπές δεν είχαν αρχίσει καλά. Σε λίγες ώρες θα ήμουν στη Νίσυρο – απ’ όπου και σας γράφω. Νίσυρος. Ή αλλιώς «The Ugly Land».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ