
Πριν λίγες μέρες, είχα παρκάρει τη Μπουλού στη Ζωσιμάδων. Κατεβαίνοντας τη Θεμιστοκλέους και στρίβοντας τη Μεθώνης ακούω φωνές στα δεξιά μου. Γύρισα το κεφάλι μου και τότε την είδα. Μιά γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας - που σημαίνει πως μπορεί να είναι 28 αλλά μπορεί να είναι και 60. Ξανθιά με μαύρες ρίζες και ταμαχιάρα με φαρδυά μπράτσα που ανέμιζαν σαν μαρκίζες ξεχασμένου σαλούν. Με τεράστια γυαλιά. Και, φυσικά, κολάν. Φυστικί. Την είδα γατζωμένη στο παράθυρο ενός ανθρωπάκου που είχε παρκάρει στον πεζόδρομο και δεν τον άφηνε να φύγει. Γιατί εκεί έγκειται η εγκληματική φύση της Πετσέτας: παραμονεύει σαν τον κορκόδειλο ανυποψίαστους καταπατητές του πεζοδρόμου και τους επιτίθεται. Αυτή και το ακόμα πιο εγκληματικό λιλιπούτειο άσπρο σκυλί της.
Ούρλιαζε, φώναζε μες στο μεσημέρι και χτυπούσε το αυτοκίνητο. Την είδα να ξαπλώνει φαρδυά πλατυά πάνω στο καπό κι άκουσα τον κυριούλη να βάζει μπρος. Σκέφτηκα να παρέμβω αλλά επειδή δεν μου πάει ο ρόλος του κομπάρσου στον 'Κόκκινο κύκλο', έτρεξα προς την Μπουλού.
Μπαίνω πανικοβλήτο στη Μπουλού κι αγκαλιάζω το τιμόνι. Βγαίνω από τη θέση μου και συνειδητοποιώ έντρομος πως ο δρόμος μπροστά ήταν κλειστός. Πίσω μου τρία ανυπόμονα αυτοκίνητα και μόνη διέξοδος... ο πεζόδρομος.
Στην καλύτερη περίπτωση, στο ενάμιση λεπτό που είχε μεσολαβήσει, θα είχε αποδράσει ο κύριος και η Πετσέτα θα συνέχιζε τη βόλτα του φρικτού πατσαβουριού της. Στη χειρότερη, η Πετσέτα θα ήταν φυστικί χαλκομανία στον πεζόδρομο και το δαιμονικό σκυλί της θα συνέχιζε το λειτούργημα της. Έστριψα.
Είναι μερικές φορές στη ζωή που ο Θεός κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μας αποδείξει πως υπάρχει. Ένα μικρό θαύμα που σου γαληνεύει την ψυχή και σε γεμίζει με την αισιοδοξία πως τελικά δεν είσαι μόνος και κάποιος σε φυλάει και σε προστατεύει. Φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη εκείνο το απόγευμα.
Μπαίνοντας στον πεζόδρομο είδα από μακριά το άσπρο αυτοκίνητο του κυριούλη να απομακρύνεται μα την όπισθεν και την Πετσέτα να σηκώνεται από χαμέ και να τον παίρνει στο κυνήγι. Η ανακούφιση μου κράτησε κλάσματα του δευτερολέπτου. Γιατί σχεδόν αμέσως η Πετσέτα αντιλήφθηκε τη Μπουλού να πλησιάζει και γύρισε απειλητικά προς το μέρος μου.
Μπήκε στη μέση του δρόμου και το τεράστιο ανθρωπόμορφο σήμα του Χ Factor ορθώθηκε μπρόστα στα μάτια μου. Ανέβασα τα παράθυρα κι έκανα τον αδιάφορο. Προχωρούσα αργά κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω τα μαινόμενα ουρλιαχτά της "ΠΟΥ ΠΑΣ? ΓΙΑΤΙ ΜΠΗΚΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ? ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΜΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΧΕΣΕΙ ΑΝ ΤΟ ΠΑΤΗΣΕΙΣ?". Μέχρι που η Πετσέτα έκανε το αδιανόητο: άνοιξε την πόρτα του οδηγού, με βούτηξε από το σακάκι (εκείνο το ωραίο το κοτλέ κρεμ από το Austin Reed με τον λεκέ μουστάρδας κάτω από το μανίκι που μόνο εγώ μπορώ να δω) και με τράβηξε έξω. Οκ! Πάμε άλλη μία φορά: άνοιξε την πόρτα του οδηγού, με βούτηξε από το σακάκι και με τράβηξε έξω!
Αν δεν φορούσα ζώνη, εγώ θα βρισκόμουν στα πεζόδρομια και η Μπουλού διχοτομημένη από την κολώνα. Με τράβηξε με τέτοια λύσσα που κόντεψε να σκίσει τη ζώνη. Και δεν είμαι και αδύνατο αγόρι. "Σας παρακαλώ πολύ κυρία μου, απελευθερώστε με!" θα της έλεγα αν οι τρόποι μου ταίριαζαν με το σακάκι μου. "Άσε με κάτω μωρή τρελλή" φώναξα σκεφτόμενος πως δεμένος σαν κοκορέτσι μπορεί αυτές να ήταν και οι τελευταίες μου λέξεις. Αρπάζω ένα cd από το διπλανό κάθισμα και της χτυπάω τα χέρια. Στρώνω βιαστικά το σακάκι μου και πάω να κλείσω την πόρτα. Εκείνη γραπώνεται από την πόρτα ουρλιάζοντας. "ΜΗ ΜΟΥ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΡΕ ΑΛΗΤΗ" φώναζε ξανά και ξανά. "ΠΑΡΕ ΤΑ ΚΟΥΛΑ ΣΟΥ ΘΑ ΣΤΑ ΞΕΡΑΝΩ!" φώναζα ξανά και ξανά. Δεν τα πήρε. Η πόρτα έκλεισε κι έφυγα.
Τα συμπεράσματα της ιστορίας είναι τα εξής δύο:
Καταρχάς, όταν γίνεται μιά φασαρία προσπάθησε να επέμβεις διακριτικά κι ευγενικά γιατί όταν έρθει η δική σου σειρά δεν θα βρεθεί ένας χριστιανός να σου συμπαρασταθεί και να σε σώσει από το κακό.
Και, δεύτερον, φρόντισε - όταν χρειαστεί να σώσεις το τομάρι σου- να κλείσεις την πόρτα δυνατά. Πολύ δυνατά. Χωρίς να νιώσεις τύψεις. Αλλιώς θα βλέπεις για τουλάχιστον 20 μέτρα, ένα ζευγάρι χοντροκομμένα χέρια να τεντώνουν 10 λουκανικοειδή δάχτυλα προς το μέρος σου. Και σίγουρα δεν σου εύχονται "καλό δρόμο"!