Τρίτη, Μαρτίου 31, 2009
Λα Πετσέτα
Πριν λίγες μέρες, είχα παρκάρει τη Μπουλού στη Ζωσιμάδων. Κατεβαίνοντας τη Θεμιστοκλέους και στρίβοντας τη Μεθώνης ακούω φωνές στα δεξιά μου. Γύρισα το κεφάλι μου και τότε την είδα. Μιά γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας - που σημαίνει πως μπορεί να είναι 28 αλλά μπορεί να είναι και 60. Ξανθιά με μαύρες ρίζες και ταμαχιάρα με φαρδυά μπράτσα που ανέμιζαν σαν μαρκίζες ξεχασμένου σαλούν. Με τεράστια γυαλιά. Και, φυσικά, κολάν. Φυστικί. Την είδα γατζωμένη στο παράθυρο ενός ανθρωπάκου που είχε παρκάρει στον πεζόδρομο και δεν τον άφηνε να φύγει. Γιατί εκεί έγκειται η εγκληματική φύση της Πετσέτας: παραμονεύει σαν τον κορκόδειλο ανυποψίαστους καταπατητές του πεζοδρόμου και τους επιτίθεται. Αυτή και το ακόμα πιο εγκληματικό λιλιπούτειο άσπρο σκυλί της.
Ούρλιαζε, φώναζε μες στο μεσημέρι και χτυπούσε το αυτοκίνητο. Την είδα να ξαπλώνει φαρδυά πλατυά πάνω στο καπό κι άκουσα τον κυριούλη να βάζει μπρος. Σκέφτηκα να παρέμβω αλλά επειδή δεν μου πάει ο ρόλος του κομπάρσου στον 'Κόκκινο κύκλο', έτρεξα προς την Μπουλού.
Μπαίνω πανικοβλήτο στη Μπουλού κι αγκαλιάζω το τιμόνι. Βγαίνω από τη θέση μου και συνειδητοποιώ έντρομος πως ο δρόμος μπροστά ήταν κλειστός. Πίσω μου τρία ανυπόμονα αυτοκίνητα και μόνη διέξοδος... ο πεζόδρομος.
Στην καλύτερη περίπτωση, στο ενάμιση λεπτό που είχε μεσολαβήσει, θα είχε αποδράσει ο κύριος και η Πετσέτα θα συνέχιζε τη βόλτα του φρικτού πατσαβουριού της. Στη χειρότερη, η Πετσέτα θα ήταν φυστικί χαλκομανία στον πεζόδρομο και το δαιμονικό σκυλί της θα συνέχιζε το λειτούργημα της. Έστριψα.
Είναι μερικές φορές στη ζωή που ο Θεός κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μας αποδείξει πως υπάρχει. Ένα μικρό θαύμα που σου γαληνεύει την ψυχή και σε γεμίζει με την αισιοδοξία πως τελικά δεν είσαι μόνος και κάποιος σε φυλάει και σε προστατεύει. Φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη εκείνο το απόγευμα.
Μπαίνοντας στον πεζόδρομο είδα από μακριά το άσπρο αυτοκίνητο του κυριούλη να απομακρύνεται μα την όπισθεν και την Πετσέτα να σηκώνεται από χαμέ και να τον παίρνει στο κυνήγι. Η ανακούφιση μου κράτησε κλάσματα του δευτερολέπτου. Γιατί σχεδόν αμέσως η Πετσέτα αντιλήφθηκε τη Μπουλού να πλησιάζει και γύρισε απειλητικά προς το μέρος μου.
Μπήκε στη μέση του δρόμου και το τεράστιο ανθρωπόμορφο σήμα του Χ Factor ορθώθηκε μπρόστα στα μάτια μου. Ανέβασα τα παράθυρα κι έκανα τον αδιάφορο. Προχωρούσα αργά κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω τα μαινόμενα ουρλιαχτά της "ΠΟΥ ΠΑΣ? ΓΙΑΤΙ ΜΠΗΚΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ? ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΜΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΧΕΣΕΙ ΑΝ ΤΟ ΠΑΤΗΣΕΙΣ?". Μέχρι που η Πετσέτα έκανε το αδιανόητο: άνοιξε την πόρτα του οδηγού, με βούτηξε από το σακάκι (εκείνο το ωραίο το κοτλέ κρεμ από το Austin Reed με τον λεκέ μουστάρδας κάτω από το μανίκι που μόνο εγώ μπορώ να δω) και με τράβηξε έξω. Οκ! Πάμε άλλη μία φορά: άνοιξε την πόρτα του οδηγού, με βούτηξε από το σακάκι και με τράβηξε έξω!
Αν δεν φορούσα ζώνη, εγώ θα βρισκόμουν στα πεζόδρομια και η Μπουλού διχοτομημένη από την κολώνα. Με τράβηξε με τέτοια λύσσα που κόντεψε να σκίσει τη ζώνη. Και δεν είμαι και αδύνατο αγόρι. "Σας παρακαλώ πολύ κυρία μου, απελευθερώστε με!" θα της έλεγα αν οι τρόποι μου ταίριαζαν με το σακάκι μου. "Άσε με κάτω μωρή τρελλή" φώναξα σκεφτόμενος πως δεμένος σαν κοκορέτσι μπορεί αυτές να ήταν και οι τελευταίες μου λέξεις. Αρπάζω ένα cd από το διπλανό κάθισμα και της χτυπάω τα χέρια. Στρώνω βιαστικά το σακάκι μου και πάω να κλείσω την πόρτα. Εκείνη γραπώνεται από την πόρτα ουρλιάζοντας. "ΜΗ ΜΟΥ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΡΕ ΑΛΗΤΗ" φώναζε ξανά και ξανά. "ΠΑΡΕ ΤΑ ΚΟΥΛΑ ΣΟΥ ΘΑ ΣΤΑ ΞΕΡΑΝΩ!" φώναζα ξανά και ξανά. Δεν τα πήρε. Η πόρτα έκλεισε κι έφυγα.
Τα συμπεράσματα της ιστορίας είναι τα εξής δύο:
Καταρχάς, όταν γίνεται μιά φασαρία προσπάθησε να επέμβεις διακριτικά κι ευγενικά γιατί όταν έρθει η δική σου σειρά δεν θα βρεθεί ένας χριστιανός να σου συμπαρασταθεί και να σε σώσει από το κακό.
Και, δεύτερον, φρόντισε - όταν χρειαστεί να σώσεις το τομάρι σου- να κλείσεις την πόρτα δυνατά. Πολύ δυνατά. Χωρίς να νιώσεις τύψεις. Αλλιώς θα βλέπεις για τουλάχιστον 20 μέτρα, ένα ζευγάρι χοντροκομμένα χέρια να τεντώνουν 10 λουκανικοειδή δάχτυλα προς το μέρος σου. Και σίγουρα δεν σου εύχονται "καλό δρόμο"!
Κυριακή, Μαρτίου 29, 2009
Σκέψου τα τετράποδα ξενοδοχεία
κι άλλο πια δεν μας κρατούν
οι καρέκλες μας
Οι καρέκλες μας, μας κουβάλησαν
κι ως εδώ που φτάσαμε
Θεέ μου, τί καλά!
Σκέψου τις καρέκλες κάποιου καφενείου
πάνω τους ξεσπάει η βροχή, τσακωμοί, χωρισμοί, αγάπες και φιλίες
μεθυσμένοι, κουρασμένοι
ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες
Οι καρέκλες, μας ταξίδεψαν
σα βαρκούλες χάρτινες σ' άγριους καιρούς
Κάθε μιά καρέκλα δέχεται πάνω της το βάρος των συνανθρώπων
κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε τρεις και λίγο
κάποιος λέει "θα μείνω", κάποιος λέει "θα φύγω"
μα εκείνη πάντα μοναχή, μοναχή, μοναχή
Ζώα υπάκουα στις διαθέσεις μας
οι καρέκλες μας οι τρεις,
Θέε μου, τί καλά!
Πόσες ανθρώπινες ρωγμές, πόσες λύπες, πόσες εποχές
ενοχές, διασκεδάσεις, ανέμελες στιγμές,
γέλια και χαρές
χαραγμένα στην καρέκλα το σήμερα, το αύριο και το χθες
Σκέψου τα εφήμερα τετράποδα ξενοδοχεία (τις καρέκλες μας...)
Σκέψου τα εφήμερα τετράποδα ξενοδοχεία (πόσοι άνθρωποι...)
Σκέψου τα εφήμερα τετράποδα ξενοδοχεία (πάνω τους κυλούν...)
Σκέψου τα εφήμερα τετράποδα ξενοδοχεία ... οι ζωές μας.
(Στίχοι/μουσική: Κώστας Γάκης. Τραγουδούν: Κώστας Γάκης, Αγγελίνα Παρασκευαϊδη, Λένα Γιάκα & Τάκης Νάτσης. Από την παράσταση "Ο διχοτομημένος υποκόμης")
Πέμπτη, Μαρτίου 26, 2009
Άσε το κακό να μπει
Θα σε ρωτήσει "ποιός είσαι? (παιδάκι μου/ γιέ μου/ ρε μαλάκα, αν πέσεις στην κυρία Πετρούλα του Μιλτιάδη)". Εσύ πολύ ψύχραιμα θα της απαντήσεις πως είσαι της Μαρίας της ξαδέλφης της, ο γιος. Αν είσαι τόσο άτυχος που δεν έχει ξαδέλφη Μαρία, μπορείς να αυτοσχεδιάσεις αλλά δεν υπάρχει λόγος να το βάλεις στα πόδια.
Την ξαναγκαλιάζεις, της λες πως ήθελες τόσα χρόνια να την γνωρίσεις αλλά έλειπες στο εξωτερικό και πως η γυναίκα σου είναι στο ζαχαροπλαστείο γιατί, "πρώτη φορά στο σπιτικό σου, να μην έρθουμε με άδεια χέρια". Την ξαναγκαλιάζεις και της λες να πάτε πάνω και όπου να'ναι έρχεται και η σύζυγος. Στο ενδιάμεσο λες "αααχχ! γέρασες θειούλα μου! Σ' έβλεπα στις φωτογραφίες του πατέρα από το Κούγκι και ήσουν καλλονή".
Ανεβαίνοντας στο σπίτι, θα της πεις πως ο πατέρας σου της στέλνει λεφτά. Η γιαγιά, που θα προσβληθεί να την περάσεις για χαμηλοσυνταξιούχα, θα σου πει πως δεν τα θέλει. Εσύ θα επιμείνεις. Κι εκείνη θα επιμείνει πως έχει λεφτά γιατί "Δόξα τω Θεό, ο Κωστάκης (σ.σ. ο πρωθυπουργός) μας φροντίζει!" Εκεί μπορεί να δαιμονιστείς και να θελήσεις να την στουμπήξεις στη χύτρα: συγκρατήσου!
Θα επιμείνεις στο θέμα των χρημάτων καταλήγοντας "αν δεν μου δείξεις πως έχεις λεφτά, δεν θα φύγω". Η γιαγιά θ' ανοίξει τη σερβάντα και θα σου δείξει τη σύνταξη και, αν είσαι τυχερός, τον φάκελο με τον λογαριασμό της ΔΕΗ που θα είναι πάνω από 100 έουρος. "Να ζήσεις θειούλα μου να τα χαρείς στα λούσα και στις εκδρομές της ενορίας. Βάλε μου λίγο νεράκι κι έλα να τα πούμε".
Παίρνεις τα λεφτά και μέχρι να σου πει η γιαγιά "θα σου έβγαζα και σοκολατάκι αλλά μου τα 'φαγε ο εγγονός μου" έχεις εξαφανιστεί. Δεν είναι απαραίτητο να τρέξεις: η γιαγιά θα νομίζει για λίγα λεπτά πως πήγες να φέρεις τη γυναίκα σου. Μέχρι να συνειδητοποιήσει πως η Μαρία έχει τελικά μόνο έναν γιό (που είναι στη φυλακή) και αυτό το Πάσχα αντί για αρνί θα φάει μαλλιά αγγέλου (σ.σ. φιδέ).
υγ. Το παραπάνω σχέδιο εφαρμόστηκε προχθές το πρωί στη γιαγιά μου και στέφθηκε από απόλυτη αποτελεσματικότητα. Τον 'ανιψιό' το καταγγείλαμε και τη γιαγιά θα την βρείτε στο ebay με τιμή εκκίνησης τα 58 δολλάρια. Kαλή επιτυχία!
Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2009
Ραδιοφωνικοί εφιάλτες
Σήμερα το πρωί μποτιλιαρισμένος στου Μακρυγιάννη, είχα μιά πολύ δυσάρεστη αυτοκινητιστική εμπειρία. Είχα βγάλει όλα μου τα cds για να το καθαρίσω και είχε ξεμείνει μόνο ένα best της Ζανέτ Καπούγια κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού: 14 τραγούδια έχει όλα κι όλα, τα 'μαθα απ' έξω και πριν χρειαστώ δραμαμίνες το έκλεισα. Και πήρα μιά πολύ δραματική απόφαση: ν' ανοίξω το ραδιόφωνο.
Το πρωινό ελληνικό ραδιόφωνο δεν είναι και πολύ ευχάριστο. Καταρχάς, έχει πολλά λόγια και λίγη μουσική. Συνήθως οι παρουσιαστές είναι δύο: αγόρι/ κορίτσι. Το αγόρι είναι συνήθως μια χαζή αδελφή ή μιά χαζή αδελφή που βλέπει ποδόσφαιρο. Ξέρω πως θα με πεις ρατσιστή αλλά όταν ακούς κάποιον να χρησιμοποιεί πρωινά καλιαρντά και στο τέλος να λέει "θέλω ν'αφιερώσω το επόμενο τραγούδι στην κοπέλα μου", η υπομονή εξαντλείται.
Η κοπελίτσα συνήθως γελάει, γελάει, γελάει, διαβάζει και καμιά είδηση από το yahoo τύπου "λυκόσκυλο με δυό ουρές γέννησε τετράδυμα ριγέ δαλματίας...αααα! μωρέ τα γλυκουλινάκια μου!". Άραγε μιλάνε σαν καθυστερημένες και μετά το δίωρο της εκπομπής τους?
Υπάρχει βέβαια και η γροθιά στο στομάχι που λέγεται Πόπη Χατζηδημητρίου! Το Ποπάκι που μου ήταν τόσο συμπαθές στα - early- '90s, κάνει το αδιανόητο: συνομιλέι με τον εαυτό της! Κάνει μιά ερώτηση που νομίζεις πως είναι ρητορική αλλά ξαφνικά η παραγωγός απαντά στον εαυτό της. Με επαρχιώτικη προφορά δε! Όπως όταν η καυμένη η Κορομηλά έβγαζε σε παράθυρο τον εαυτό της και συζητούσαν. Really creepy!
Yπάρχουν και οι ενημερωτικές βέβαια που μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, βγάζουν και 3 γραμμές ταυτόχρονα στον αέρα και γίνεται το απόλυτο χάος. Σα να ακούς τηλεόραση.
Mπορεί οι πρωινές εκπομπές να είναι οριακά χειρότερες από εκείνες τις βραδυνές στις οποίες οι εκφωνητές ανάμεσα σε δυο τραγούδια αερολογούν για "τα όνειρα μας που απόψε έβγαλαν φτερά και κάθονται στο συρματόπλεγμα να μας αγναντέψουν". Και να μας χέσουν το παρμπρίζ!
Καλημέρα και φιλιά από την κοπέλα μου!
Τετάρτη, Μαρτίου 18, 2009
Ο καινούριος καλύτερος μου φίλος
Ο Fred αγαπά τη συμμαθήτρια του Judy που αγαπάει τον συμμαθητή της Kevin που μισεί τον Fred και μιά μέρα πήγε να τον δείρει αλλά ευτυχώς παρενέβει η γάτα του Fred και τον έσωσε.
Ο Fred είναι πολύ καλό παιδάκι κι αγαπάει όλο τον κόσμο. Είναι καλόβολος, ήσυχος, το αγαπημένο του φαγητό είναι τα tv dinners και παίρνει (σχεδόν) πάντα τα φάρμακα που του έχει δώσει ο γιατρός για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τη διαχείριση του θυμού του.
Τον αγαπώ τον Fred γιατί πριν λίγο καιρό που ήμουν πολύ στεναχωρημένος μου στάθηκε κερί αναμμένο και μου κρατούσε συντροφιά την ώρα που η ψυχή τυρρανιόταν και ο νοτιάς δεν στέγνωνε τ' απλωμένα ρούχα.
Τον ευχαριστώ πολύ κι ελπίζω κάποια στιγμή να του το ανταποδώσω.
Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2009
What's another year?
Πήγα στη Μπουλού και βρήκα μιά κλήση. Ξανά. Έβγαλα το μπλάνκο μου, έγραψα τα στοιχεία του μπροστινού αυτοκινήτου και την χάρισα στους υαλοκαθαριστήρες ενός Twingo.
Στο δρόμο σταμάτησα για να περάσω έναν παππού στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο παππουλάκος όμως περπατούσε πιο αργά κι από πλυντήρι πιάτων με αποτέλεσμα ν' ανάψει κόκκινο κι εγώ να μοιάζω με τον Χάρο που περνάει το νεκρό στο καθιστικό της Κόλασης.
Τα τζάμια της Μπουλούς ήταν τόσο βρώμικα που με δυσκολία ξεχώριζα τους πεζούς από τα κάγκελα. Και αναρωτήθηκα: πού είναι οι καθαριστές τζαμιών όταν τους χρειάζεσαι?
Έφτασα στη δουλειά. Βρήκα μιά διπλή λουκανικόπιτα με μουστάρδα. Την πέταξα. Στο στομάχι μου. Κοίταξα το είδωλο μου σ' ένα μπουκάλι μαρτίνι και είδα μιά ελιά που δεν είχα παρατηρήσει στο παρελθόν.
Σήμερα είναι μιά δύσκολη μέρα - not. To βράδυ κάποιος θα χαστουκιστεί (μην με ρωτάτε, δεν ξέρω παραπάνω).
Το καλό είναι πως δεν είμαι πια 17 ετών και μπορώ να βγάλω άδεια για τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους και απλώστρα στο πεζοδρόμιο. Ευτυχώς δεν είμαι ούτε 82 και αναγκασμένος να γράψω τα memoirs μου με αρθρίτιδα.
Είμαι 33 και μία. Με λένε Νανάκο και στο πάρτυ μου σέρβιρα ωμά τορτελίνια για σνάκ.
Παρασκευή, Μαρτίου 13, 2009
Έξω οι Ναζί από τη Λυρική ή Μάθημα Γερμανικών
Προχθές στη δουλειά καθόμασταν ήσυχα ήσυχα με την Πωλινίτσα και φανταζόμασταν πώς θα ήταν η ζωή μας αν ήμασταν ηλεκτρικές σκούπες χωρίς κάδο. Χτυπάει το τηλέφωνο και απαντώ.
Νανάκος: Παρακαλώ?
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική!
Νανάκος: Ορίστε?
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική!
Νανάκος: Πωλινίτσα, τι παίζει η Λυρική σήμερα?
Πωλινίτσα: Ποιος είναι?
Νανάκος: Ένας κύριος που θέλει να φύγουν οι Ναζί από τη Λυρική.
Πωλινίτσα: Τη ‘Μελωδία της Ευτυχίας’ θα παίζει. Κλείστο.
Νανάκος: Ναι, με ακούτε?
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική!
Νανάκος: Βεβαίως και έξω αλλά έχετε καλέσει λάθος θέατρο.
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική!
Νανάκος: Μα κύριε μου, αν τους διώξουμε το έργο θα τελειώνει στο “So long, farewell, auf wiedersehen, goodbye”. Δεν γίνεται.
Πωλινίτσα: Τί του λες χριστιανέ μου? Κλείσε το τηλέφωνο.
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική!
Νανάκος: Καπιτέν Φον Τράπ, πρέπει να κλείσω!
Άγνωστος: Έξω οι Ναζί από τη Λυρική ρε μαλάκα!
Νανάκος: Geh zum teufel!
Άγνωστος: Πώς?
Νανάκος: Κέρδισα! Kαληνύχτα! (γκραν και κλείνω το τηλέφωνο)
Πωλινίτσα: Έπρεπε να του πεις να πάρει στο Εθνικό.
Νανάκος: Ζum teufel!
Πωλινίτσα: Ξέρεις άλλη λέξη στα γερμανικά?
Νανάκος: Νίνα Χάγκεν.
Πωλινίτσα: Και θες να γίνεις και ηλεκτρική σκούπα. Μάλλον για βουρτσάκι του καμπινέ σε βλέπω.
Νανάκος: Das kabine?!
Πωλινίτσα: Yah!
Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009
Breaking the silence
Το θέμα με τις εκκρεμότητες σ’ αυτή τη ζωή είναι πως εκκρεμούν. Κοιμάσαι, ξυπνάς, τρως, δουλεύεις, ξυρίζεσαι, βλέπεις την Τίλα Τεκίλα κι αυτές μόνιμα από πάνω, μέσα και πλαγιομετωπικά σε πολιορκούν για να σου θυμίσουν πως κάτι λείπει. Κάτι δεν έκανες. Κάτι δεν είπες. Κάτι δεν διόρθωσες. Κάποια ‘συγνώμη’ σου γλίστρησε και δεν πρόφερες. Κάποια πόρτα που έπρεπε να κλείσεις, ξέχασες ανοιχτή και τώρα χάσκει.
Λες πως δεν σε νοιάζει. Παραιτείσαι από την ευθύνη της επιλογής , από την απόφαση της απόφασης. Προσωπικά, σε κάτι τέτοιες στιγμές παραιτούμαι. Σιωπώ και πέφτω για ύπνο. Κυρίως γιατί πάντα πιστεύω πως την ώρα που εγώ κοιμάμαι, η τύχη μου δουλεύει και μου λύνει όλα τα προβλήματα. Αυτό φυσικά συμβαίνει από σπάνια έως ποτέ.
Οι μέρες που δεν λες αυτό που λαχταράς και μαραζώνεις κυλούν πολύ αργά. Προφανώς γιατί αυτή είναι η τιμωρία σου για τον χρόνο που σπαταλάς χωρίς να νοιάζεσαι για τον εαυτό σου και τους άλλους. Ήταν ένα δύσκολο διάστημα που μου έμαθε να λέω καθαρά αυτό που θέλω. Ή τουλάχιστον αυτό ελπίζω να ήταν το συμπέρασμα. Δεν τα πάω καλά με τις σιωπές και τα αινίγματα. Και δεν είμαι και όσο έξυπνος θα ήθελα.
Και από αυτό το σημείο, ξεκινάμε πάλι γιατί ένα σωρό θαύματα μας περιμένουν.