Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008

Έχω ένα πόνο στην καρδιά...

Στη καρδιά μου έχω μια βαθειά θλίψη. Ένα πλάκωμα (‘ω’ δεν θέλει το πλάκωμα;). Νιώθω αποτυχημένος. Ξοφλημένος. Σαν τον Βελέντζα που όλοι περίμεναν να κάνει τόσα στη ζωή του κι εκείνος ξέρετε που κατέληξε.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια αποστολή. Και πρέπει να την φέρουν σε πέρας χωρίς να υπολογίσουν κόστος, απώλειες ή οδύνη.

Δυστυχώς όμως αποδεικνύεται πως εγώ είμαι ανίκανος να επιτύχω στη δική μου αποστολή.

Σε πρόσφατο ανεπίσημο τεστ Κουλεμανσόν στο Facebook τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά. Μόλις ένας στους δέκα έπιανε την βάση (60%), και ένας στους σαράντα (40!!!) την ξεπερνούσε. Αυτό το ποσοστό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστείτε πως ένας από αυτούς που πήραν 70% ήξερε από πριν τις απαντήσεις – σκέψου δηλαδή: με γνωστά θέματα και ούτε 90% δεν έπιασε ο dumbass!

Δεν ξέρω πού να αποδώσω την αποτυχία!

Δεν τα λέω απλά?

Δεν είμαι μεταδοτικός?

Δεν σας διπλοεξηγώ ό,τι δεν καταλαβαίνετε?

Τί φταίει?

Με ποιά λογική οι εξωσχολικοί έρχονται και παίρνουν 50% και 60% κι εσείς μαζεύετε τα 20άρια και τα 30άρια λες κι έχουμε Κατοχή?

Τί θα γράψετε το καλοκαίρι που η ύλη θα είναι μεγαλύτερη και δυσκολότερη από πέρυσι?

Με τί μούτρα θ’ αντικρύσω την επιτροπή (δλδ τη γιαγιά , που είναι ομολογουμένως σε μόνιμα ζοχαδική διάσταση και τον Λέννυ, που ανυπομονεί να πάρει το κόκκινο στυλό και να κάνει τα γραπτά σας εμπριμέ?)

Τί παράπονο έχετε?

Ειλικρινά, έχω απελπιστεί.




Μέχρι που σκέφτομαι να το κλείσω το ρημάδι το φροντιστήριο και να πάρω μια πιρώγα (‘ω’ δεν θέλει η πιρώγα;)

Dead end.

Y.Γ. Φυσικά θα πρέπει να κάνω ειδική μνεία στον ένδοξο Οίκο των Βοργίων που με εκπρόσωπο τον πάντα ατσαλάκωτο κι επιμελή Αλέξανδρο, κατάφερε για άλλη μία φορά να διαπρέψει και να δοξάσει προγόνους και ομότιμους.

Υ.Γ2 Το τεστ το έστειλα στον Γιώργο Παπανδρέου αλλά δεν έχει απαντήσει ακόμα. Είναι η τελευταία μου ελπίδα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2008

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

Καιρός να πάμε παρακάτω

Πριν λίγες μέρες η αγαπημένη Ροδιά του μπλόγκινγκ με προσκάλεσε σ' ένα παιχνίδι στο οποίο "ανεβαζουμε ενα ποιημα που μας αρεσει και που αντιστεκεται στη δυσωδια της εποχης". Στην αρχή σκέφτηκα ένα ποίημα του Εγγονόπουλου, μετά ένα του Σαχτούρη, ένα άλλο του Σεφέρη- καλά, μην φανταστείς πως θυμάμαι και πολλά απ' έξω.
Ξεκίνησα να γράφω το ποστ αλλά κάτι δεν μου πήγαινε. Σα να έκανα αγγαρεία. Μετά από λίγη ώρα το έσβησα κι αποφάσισα πως δεν θέλω να γράψω για όλη αυτή τη σκοτεινιά. Δεν θέλω να γράψω για σαπίλες, για κατάρρευση, για ανηθικότητα, για παρακμή, για ψέμματα, για συντρίμμια κι αβεβαιότητα. Κουράστηκα. Κουράστηκα να ακούω, να διαβάζω, να μιλάω για όλα αυτά. Έσβησα το ποστ κι αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου. Κι όταν τα άνοιξα πάλι το μόνο που έβλεπα ήταν το φως των επόμενων ημερών.
Δεν με νοιάζει τί συμβαίνει τώρα. Οι κοινωνίες περνούν κρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Αλλά αυτή η στιγμή είναι μια ευκαρία για να ξεριζωθεί ό,τι σάπιο υπάρχει. Μπορεί να δύσκολο, μπορεί να φέρει απώλειες και ίσως ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα. Αλλά αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε ανθρώπους, νέους ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους με όραμα για ένα καλύτερο αύριο. Ανθρώπους που γράφουν, σχεδιάζουν, ζωγραφίζουν, σκέφτονται, οργανώνουν μια δικαιότερη κοινωνία. Ανθρώπους που θέλουν να ξεριζώσουν τα πάντα γιατί είναι αποφασισμένοι να μεγαλώσουν τις επόμενες γενιές σ' ένα κόσμο εύρωστο κι αξιοπρεπή και όχι εξεφτελισμένο.
Δεν με νοιάζει ποιός τα πήρε, ποιός πήδηξε, ποιός είδε, ποιός έκλεψε. Δεν έχω να προβάλλω καμία αντίσταση σε αυτή τη βρωμιά γιατί τίποτε από όλα αυτά δεν με αγγίζει. Στον δικό μου κόσμο, στο κόσμο που εγώ ονειρεύομαι και για τον οποίο παλεύω με όποιο πενιχρό μέσο διαθέτω, τίποτε από όλα αυτά δεν έχει θέση. Πάντα θα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι γιατί ο λάθος δρόμος είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Σχεδόν χαίρομαι που όλα καταρρέουν. Γιατί μόλις διαλυθούν και ξεκαθαρίσει ο κονιορτός θα έρθουν ξανά αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τη σειρά τους για να γεμίσουν την κοινωνία με ελπίδα και δύναμη. Με προοπτική και αλήθεια.
Μια ματιά μόνο να ρίξεις στα μπλόγκς θα δεις ένα κομμάτι από το αύριο. Ένα απίθανα αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο κομμάτι. Εκεί θα έπρεπε να κοιτάμε όλοι. Το τώρα είχε εδώ και πολύ καιρό ημερομηνία λήξης. Κι ευτυχώς τελειώνει πια.
Η μόνη αντίσταση στη δυσωδία είναι η απόλυτη απαξίωση της. Η εξορία της στην ανυπαρξία. Όταν κάτι είναι σαθρό αργά ή γρήγορα, θα διαλυθεί από μόνο του. Και είμαι απόλυτα βέβαιος πως όλη η αυτή η βρωμιά σύντομα θα είναι παρελθόν.
Το αύριο έρχεται. Και είναι γεμάτο φως.
Αν κοιτάξεις καλά, θα δεις...
η
πόλη
γέμισε
καρδιές.
Για μένα, αυτό είναι σημείο των καιρών.


(η φωτογραφία είναι από το xpigs.wordpress.com)

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2008

(Kαθυστερημένες) Σκηνές από ένα Σαββατοκύριακο

Σκηνή Πρώτη
(Addams Family)


Πέρυσι στη γιορτή μου, η κυρία Δέσποινα μου είχε φέρει μια τούρτα από την οποία, αν θυμάστε καλά, έλειπε ένα ολόκληρο κομμάτι. Ήταν οριακά το χειρότερο δώρο που είχα πάρει ποτέ στη ζωή μου, μετά από εκείνο το βυζί που όταν του πατούσες τη ρώγα χτυπούσε το κουδούνι του διαλείμματος. Φέτος, μιά άλλη Δέσποινα, έκανε την μεγάλη έκπληξη και αναδείχτηκε, με μοναδική ευκολία, νικήτρια του διαγωνισμού "Creepiest present of all time".
Ένα ζευγάρι πυτζάμες. Με λαχούρια. Από αυτές που σφίγγουν στους καρπούς και τους αστραγάλους. Σε μέγεθος που χωράνε εμένα, τον Λέννυ όρθιο και τον Αντώνη Λουδάρο με μιά σακούλα ντόνατς. Ένα ζευγάρι πυτζάμες που δεν μπορώ να αλλάξω γιατί δεν έχουν ταμπέλα. Και έχουν φορεθεί. Όχι πολύ, λίγο. Η θεία μου με διαβεβαίωσε πως είναι πολύ άνετες και ζεστές. Θα μπορούσα να ρωτήσω και τον ξάδελφο μου που τις φόρεσε πρώτος αλλά την τελευταία φορά που τις φόρεσε, πέθανε. Kαι μετά, "γκλούπ!"


Σκηνή Δεύτερη
Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης
(στο ρόλο της άκρης, οι Τζιτζιφιές)


Φαντάσου το πιο κιτς μέρος που έχεις δει. Πολλαπλασίασε το μέχρι να γίνει τρομαχτικό. Βάλτου και λαμπάκια. Για την ακρίβεια, αντικατέστησε κάθε πιθανή επιφάνεια του με λαμπάκια. Πολλαπλασίασε τον φωτισμό μέχρι να πέσει η τάση του λεκανοπεδίου.
Φαντάσου έναν πλανόδιο κινέζο που πουλάει φωτιστικά, πορσελάνες, κατσαβίδια, καταρράκτες. Βγάλε το κινεζάκι και πολλαπλασίασε την πραγμάτεια του με τον πληθυσμό της Κίνας.
Βάλε μπουρμπουλήθρες, χιόνι και όλα τα τραγούδια που την δεκαετία του '80 σου έκαψαν τον εγκέφαλο και το μαλλί. Πρόσθεσε τα όλα αυτά. Το αποτέλεσμα έχει δυό λέξεις: Boom Boom!
Το ξημέρωμα της Κυριακής με βρήκε με στοματική αγκίλωση. Αν ήμουν σε ανοιχτό χώρο θα είχα πάρει 3 κιλά μόνο από τις μύγες που θα κατάπινα.
Στην αρχή σου έρχεται να κλάψεις σαν γιαπωνέζικο καρτούν: οι απαγορευτικές πινακίδες (μην παρκάρετε στους διαδρόμους/ απαγορεύεται το τρενάκι στην πίστα κλπ), ο dj Soulis που κάνει αφιερώσεις, ευχαριστεί το κοινό του, κάνει παρατηρήσεις (και πιθανότατα κάποιες άλλες μέρες να ενημερώνει για την κίνηση στους δρόμους της Καλλιθέας), το face control στην είσοδο που δεν σε αφήνει να μπεις χωρίς ντάμα. Κάθε γωνιά του μαγαζιού και μιά trashy αποκάλυψη. To μόνο που -περιέργως- δεν είχε, ήταν breakdancing! Kαι υπερυψωμένες βάτες! Δυστυχώς η '80ς εκδοχή της χαμηλοβλεπούσας Γιολάντας Μπαλαούρα με τον αυστηρό μπαμπά έχει αντικατασταθεί για πάντα από την κοπέλα με το σούπερ στενό χαμηλοκάβαλο δερμάτινο παντελόνι, τις κόκκινες γόβες στιλέτο, το teenie weenie μπούστο και τη μαμά που της υπενθυμίζει πως "με το δερμάτινο, δεν ταιριάζει καμιά κυλότα".
Έστω κι έτσι όμως, στη Boom Boom θα τα δεις όλα, θα ακούσεις τα πάντα και θα χορέψεις αληθινά χαρούμενος μέχρι να σε μαζέψει το ΕΚΑΒ.
Αν έχεις και φο-βε-ρή παρέα, όπως είχα εγώ, θα σου μείνουν όλα αξέχαστα.
Ντοκουμέντα εδώ!
Σκηνή Τρίτη
(Hey Ya!)


Λέννυ: Why donna ever get to have sex, man?
Nανάκος: Because you're saving it for your significant other.
Λέννυ: Can't wait man, i wanna bone some pussy, know what I'm sayin'?
Nανάκος: "bone?" "pussy?" Where do you get all this from?
Λέννυ: Βeen 'round the block, brotha!
Νανάκος: Which block, J.Lo? Gangsta's paradise?
Λέννυ: Chill man, the 'hood ain't the same no more.
Νανάκος: Which "'hood", Missy Elliott?
Λέννυ: Da neighbour-hood, man! You gotta keep up witha rhythm. All I'm sayin' is I wanna get down wit' da bitches.
Νανάκος: Τrust me, Beyonce, you are going down!
Λέννυ: Τhat's tha spirit, man. Take this puppy to the streets and...
Νανάκος: Γιατί μιλάς αγγλικά?
Λέννυ: Θα δώσω για Proficiency.
Νανάκος: Γιατί πήρες το Lower?
Λέννυ: That's so yesterday, man. Prof's slammin'!
Νανάκος: Έτσι θα τους τα γράψεις? Σε βλέπω με υποτροφία.
Λέννυ: Δεν θα δώσω του Cambridge.
Νανάκος: Αλλά?
Λέννυ: Του Michigan, man!
Νανάκος: Του Brooklyn να δώσεις καλύτερα.
Λέννυ: Υπάρχει?
Νανάκος: Και βέβαια υπάρχει. Το 'χει πάρει κι ο Snoop Doggy.
Λέννυ: Cool! Θα με βοηθήσεις?
Νανάκος: Αστειεύεσαι? Να, πάρε αυτό το λεξικό και ψάξε τη λέξη "detention".
Λέννυ: Kαι μετά?
Νανάκος: Μετά ετοιμάσου για νηστεία.
Λέννυ: Τhat sucks, dude-man-bitch!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

It was supposed to be a beautiful day...

Θα ξυπνούσα νωρίς για μιά ωραία πρωινή βόλτα με το Λέννυ και ζεστή τυροπίτα.
Κρύο ντους με ηχητικό χαλί την Έμμυ Λιβανίου και το φλέφον θέμα "Μαϊμού τροχονόμος ξάφριζε οδηγούς".
Επίσκεψη στους γονείς για να μου ευχηθούν και να με κεράσουν φρέσκα κοκ.
Οδήγηση στην κίνηση ακούγοντας το Jagged little pill της Alanis.
Πρωινά σάντουιτς και καφές με την Πωλινίτσα.
Δουλεία, δουλειά, δουλειά - χωρίς νεύρα και φωνές.
Τηλεφωνήματα με φίλους για ευχές χωρίς να κοιτάζω το νούμερο για να εκπλήσσομαι ακούγοντας φωνές.
Το πρώτο τσιγάρο της μέρας.
Μεσημεριανό δώρο στον εαυτό μου μια μπανιέρα τορτελίνια.
Δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Oλοκλήρωση του Κουλεμανσόν Κουίζ στο Facebook.
Μεταξύ 5 & 9 κοιτάζω την οθόνη του κινητού για ν' αποφύγω την θεία Ντίνα που θα κλαφτεί που ζει με μιά σύνταξη (1.800 ευρώ!)
Επιστροφή αργά το βράδυ στο σπίτι.
Εορταστικό αρνάκι στο φούρνο σε καθιστό ντινέ στους γονείς - ελπίζοντας να μην μου κάνουν δώρο μόνο μια αγκαλιά.
Τηλεφωνήματα με φίλους που έχω ν'ακούσω καιρό κι έχω πεθυμήσει.
Αγκαλιά με το Λέννυ στον καναπέ να μιλήσουμε για την αγάπη μας.

It was supposed to be a beautiful day...

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν τίποτε πια.
Δεν υπάρχει γιορτή.
Έσβησε η χαρά.
Γιατί κάποια στιγμή, όταν κανένας δεν το περίμενε, ήρθαν οι κακές γλώσσες και τα κατέστρεψαν όλα.
Η γλυκιά αναμονή έγινε χολή και χαράκωσε τον ουρανίσκο και την καρδιά.
To "Φτυάρι News" δεν θα κάνει πρεμιέρα απόψε.
Άγνωστο το πότε.
Ο Εθνικός Σταρ - υπερκόπωση - ΚΑΤ
Τόση αναμονή.
Καμιά γιορτή.

It was supposed to be a beautiful day...

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2008

Την έλεγαν Πίτσα. Πίτσα Καράφα

Το Νοέμβριο του 1983 μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη γιατί ο θείος Τάσος πέθανε και ο μπαμπάς μου κληρονόμησε το εργοστάσιο με τα παρκετόπανα. Οι γονείς μου δούλευαν όλοι μέρα στη φάμπρικα και η αδελφή μου πήγαινε στην Πέμπτη Δημοτικού. Η γιαγιά δεν έχει μεταναστεύσει μαζί μας γιατί εκείνη την εποχή έραβε φορέματα για τη μαμά της Μαντούς που τραγουδούσε στη Λυρική και έκανε διορθώσεις στα ντε-πιές της Νένας Μεντή για το θέατρο (εξακολουθώ να πιστεύω πως όλα αυτά τα είχε βγάλει από το κεφάλι της αλλά εμείς είχαμε δουλειές και ο παππούς δούλευε στα μαγιό 'Μοτίβο', οπότε δεν μπορούσε κανείς να την ελέγξει).
Οι γονείς μου είχαν προσλάβει μιά κοπέλα για να με παίρνει από το σκολείο, να μας μαγειρεύει και να προσέχει εμένα και την αδελφή μου. Πίτσα Καράφα την έλεγαν. Η ηλικία της ήταν απροσδιόριστη. Μπορεί να ήταν 25, μπορεί και 45, μπορεί και 153. Έμοιαζε νιά και τρελλή αμυγδαλιά αλλά ένα βράδυ που της έριξα σκορνταλιά με το νεροπίστολο άρχισε να ουρλιάζει και κλειδώθηκε στο μπάνιο μέχρι το πρωί. Μου πέρασε από το μυαλό πως ήταν ο Δράκουλας αλλά δεν έδωσα σημασία.
Μας έλεγε πάντα πως είχε έρθει από μιά πολύ μακρινή χώρα και ταξίδευε πολλές μέρες ζουπηγμένη στο αμπάρι με τα ποντίκια τρώγοντας ξερή μυζήθρα και τα νύχια της μέχρι να πιάσουνε λιμάνι.
Στην αρχή μας φερόταν πολύ καλά: μας τάιζε συνεχώς μακαρόνια και προτηγανισμένες πατάτες, μας άφηνε να βλέπουμε τον 'Κιτ' και όλες τις ακατάλληλες ταινίες και το πρωί μαζί με το κολατσιό μας έδινε κι από ένα θερμός με καφέ ελληνικό.
Η Πίτσα είχε πολλές φιλενάδες που μας επισκέπτονταν συχνά - μόνο όταν απουσίαζαν οι γονείς. Η πιο κολλητή της ήταν η Ελενάρα. Μιά ψηλή κοπέλα που κάπνιζε "22" και το βράδυ καθάριζε με τη σκουπίτσα της πεζοδρόμια μαζεύοντας λεφτά για να κάνει μια εγχείρηση για να κόψει ένα εξάνθημα σ' ένα πολύ μπερδεμένο σημείο του σώματος της. Η Ελενάρα δεν ερχόταν ποτέ με άδεια χέρια: σ' εμένα έφερνε κάτι μακρόστενα μπαλόνια για να τα γεμίζω νερό και να τα πετάω από το μπαλκόνι στ' αυτοκίνητα και στην αδελφή μου έφερνε ένα παγωτό "Σπρώξε-γλύψε" που οι γονείς μας απαγόρευαν. Περνούσαμε πολύ ωραία.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν κάποια στιγμή. Η Πίτσα έγινε νευρική κι οξύθυμη. Άρχισε να μας δέρνει με τη ζωστήρα μόνο που τώρα πια δεν είχε πλάκα γιατί δεν μας χτύπαγε μόνο στον πισινό και κυρίως δεν μας ρωτούσε αν μας αρέσει! Πλέον τίναζε τη ζώνη χωρίς να τη νοιάζει πού θα μας βρει η αγκράφα. Τα βράδυα μας κλείδωνε στα δωμάτια μας χωρίς τα αρκουδάκια μας και μας σκούπιζε το πρόσωπο με κάτι μωρομάντιλα που μύριζαν περίεργα και μόλις αυτά μας άγγιζαν το κούτελο ξεραινόμασταν σαν ματιαγμένα άλογα.
Δεν μας μιλούσε πια και η Ελενάρα αραίωσε τις επισκέψεις μέχρι που το μόνο που έμεινε να τη θυμάμαι ήταν ένα πράσινο κασκόλ με πίπουλα που αργότερα ο μπαμπάς μου έκαψε.
Κάποιο βράδυ, η Πίτσα κλείδωσε εμένα και την αδελφή μου στο πατάρι με τα χριστουγεννιάτικα και φόρτωσε σε μια βαλίτσα τις κομπινεζόν της μαμάς, ένα σετ κατσαρόλες φίσλερ, δυό σατσούμα που είχε φέρει ο μπαμπάς από τη Μπανγκόγκ και τα φερ φορζέ της βεράντας κι εξαφανίστηκε. Κι εμείς μείναμε στο πατάρι αγκαλιά με τον θερμοσίφωνα. Μας βρήκαν 4 μέρες μετά κι ενώ η αδελφή μου είχε μασήσει δυό σειρές λαμπιόνια.
Για πολλά χρόνια δεν ξανακούσαμε νέα της Πίτσας. Χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στους ανθρώπους, οι γονείς μου έφτασαν στα πρόθυρα του χωρισμού και δεν ξαναείδαμε ποτέ τον "Ιππότη της ασφάλτου".
Κάποια στιγμή ο μπαμπάς έμαθε πως η Πίτσα Καράφα δούλευε 'μπουφές' στο κέντρο 'Κατάσταση'. Πήγε να την ψάξει ένα βράδυ για να πάρει πίσω τα σατσούμα αλλά δεν την βρήκε. Το σπίτι είχε βουλιάξει στην θλίψη κι εγώ σταμάτησα να μιλάω στη αδελφή μου γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της αναβόσβηνε σαν προειδοποιητικό φανάρι.
Τα χρόνια πέρασαν. Η μαμά έμεινε σπίτι για να μας μεγαλώσει και μπαμπάς σε μια προσπάθεια αναβάθμισης της επιχείρησης πλάσαρε παρκετόπανα με ντακούνια. Η ιδέα - όπως έλεγε η μαμά - ήταν ηλίθια. Την ίδια γνώμη είχε και η αγορά και το εργοστάσιο έβαλε λουκέτο μέσα σε 2 μήνες.
Μαζέψαμε τα κομμάτια μας και πήραμε το λεωφορείο για την Αθήνα. Για την Πίτσα δεν ξαναμιλήσαμε. Μέχρι χθες το βράδυ που έλαβα στο μέηλ μου αυτό το περίεργο μήνυμα:



"Με θυμάσαι??"


Και τότε συνειδητοποίησα πως η Πίτσα Καράφα έχει ξαναμπεί στη ζωή μου με τρόπο ύπουλο και διαβολικό. Έχει αλλάξει όνομα, μπερούκα, ψυχίατρο και πιστοποιητικό γέννησης. Αλλά όταν ξανακοίταξα τις φωτογραφίες της αναγνώρισα αμέσως εκείνα τα δασύτριχα φρύδια που για πολλά χρόνια στοίχειωναν τους παιδικούς μου εφιάλτες.

Και
ορκίστηκα
να
την
καταστρέψω.

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2008