Κυριακή απογευματάκι. Έχω γυρίσει χαρούμενος στο σπίτι από τη Χαλκίδα. Ο Λένυ ξαπλώνει στο κρεββατάκι του -χωρίς να χάσει το ύφος "Κόκκαλο??!" κι εγώ χαίρομαι που άλλη μια φορά επέστρεψα και τα βρήκα όλα στη θέση τους. Γενικά έχω μια ανασφάλεια πως κάποια μέρα θα γυρίσω σπίτι και θα βρω μόνο τη κλειδαριά της εξώπορτας. Η γιαγιά κάτι χαρχάλευε στη κουζίνα αλλά δεν δίνω και πολλή σημασία. Κάνω ένα ντουζάκι κι ετοιμάζομαι για την βραδυνή έξοδο. Μια φωνή από το υπερπέραν -και συγκεκριμένα από τα βάθη της κουζίνας- με αποσπά από τη σταυροφορία για την ανάκτηση των κλειδιών μου από το στόμα του λύκου (στο ρόλο του λύκου ο Λένυ)
"Νανάκο, έρχεσαι να με βοηθήσεις μισό λεπτό;"Η αποστολή:Να κόψω το λάχανο με το καινούριο μαντολίνο (ένα είδος τρίφτη) της γιαγιάς που το αγόρασε κοψωχρονιά από τη Βασιλική (Ξαδέλφη Α) έναντι 3 ευρώ.
Σε λιγότερο από 2 λεπτά είχα, φυσικά, χάσει την αποστολή και τον μισό μου δείκτη ο οποίος κρεμόταν περήφανα και οριακά σαν τον "Σχεδόν Ακέφαλο Νικ". Η κουζίνα είχε μετατραπεί σε λουτρό...αίματος. Έβαλα γρήγορα τη πληγή κάτω από τη βρύση αλλά μάλλον το αίμα έτρεχε πιο γρήγορα από το νερό. Και σα να μην έφτανε αυτό...
Νανάκος: Γιαγιά, μου φέρνεις λίγο πάγο;
Γιαγιά: Αχ, παιδάκι μου σου 'κανα απόψυξη στο ψυγείο και τα δωσα τα παγάκια στην αδελφή σου γιατί είναι στο σπίτι με τη Βίκυ και πίνουνε σέηκ. Πω, πω καλέ εσύ κόπηκες πολύ! Πωπω! Θα γεμίσει ο βόθρος από το αίμα!
Νανάκος: Πόσες φορές θα το πούμε ρε γιαγιά; Δεν έχουμε βόθρο, αποχέτευση έχουμε.
Γιαγιά: Και ποιός την αδειάζει;
Νανάκος: Κανείς. Στη θάλασσα πάνε όλα.
Γιαγιά: Στης Χρυσούλας από κάτω;! Μετά μου λες ωραίο σπίτι με θέα. Τι να το κάνεις άμα έχεις τη κουράδα κάτω από τη μύτη;
Νανάκος: ΓΙΑΓΙΑ!! Φέρε μου σε παρακαλώ λίγο Μπεταντίν από το μπάνιο.
Γιαγιά: "Λέεεενυ, Λέεεενυ που 'ναι η μάνα σου η Ελένη που δεν είναι παντρεμένη;!"
Νανάκος: Ρε γιαγιά δεν ακούς;;;
Γιαγιά: Σ' ακούω αγόρι μου αλλά το μπεταντίν μου 'σωσε προχτές που καθαρίζαμε τους κάλλους της Στέλλας (στο ρόλο της Στέλλας, η διπλανή). Βάλε λίγο καφέ τούρκικο να σταματήσει το αίμα αλλά μη βουτήξεις το δάχτυλο στο βαζάκι γιατί μετά θα σιχαίνομαι.
(Άρχισα να νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν και το στομάχι μου ν' ανακατεύεται)
Γιαγιά: Πωπω παιδάκι μου τι έπαθες! Δε σταματάει το αίμα! Μωρέ μπα κι έχεις αυτό το χτικιό που'χει και η ξαδέρφη σου η φαρφούρα και δε πήζει το αίμα της;
Νανάκος: Όχι ρε γιαγιά! Απλά είναι πολύ βαθύ το κόψιμο.
Γιαγιά: Να...Στάσου θα τη πάρω τώρα τη Βασιλική που μου δωσε αυτό το παλιόπραμα και θα τη στολίσω. Το πλήρωσα και 3 ευρώ!
Νανάκος: Άστη τώρα τη Βασιλική και φέρε μου ένα λάστιχο να το δέσω.
Γιαγιά: (κοιτιέται με το Λένυ) τι λάστιχο?
Νανάκος: Ποδηλάτου! Τι λάστιχο ρε γιαγιά! Ένα μικρό λαστιχάκι.
Γιαγιά: Από αυτά που μου δένουν τη φέτα στο 'Τυροτρό';
Νανάκος: Ναι από αυτά
(Η γιαγιά ανοίγει το ψυγείο. Ο Λένυ τη σκουντάει με το χέρι (στο ρόλο του χεριού το μπροστινό δεξί του πόδι) κι αφήνει το κλαψούρισμα με γενικό τίτλο "Μαντάμ, τη μορταδέλα μου μη ξεχάσεις!" Μόλις η γιαγιά ταίζει το Λένυ -ξεκαρδισμένη στα γέλια- και λίγο πριν ξεψυχήσω εκεί δα στο νεροχύτη μιας Κυριακής απόγεμα, μου δίνει το λάστιχο και δένω το δάχτυλο μου).
Γιαγιά: Εσύ έχεις γίνει άσπρος σα τη χαρτοπετσέτα. Να σου στίψω μια πορτοκαλάδα; ¨εχω και κλεμεντίνες.
Νανάκος: Όχι, να ξαπλώσω δυο λεπτά θέλω και μετά να πάω στο φαρμακείο.
Γιαγιά: Να σου βάλω ένα κομμάτι μουσακά να στεριώσεις;
Λένυ: Μουσακά; Όπως λέμε 'κόκκαλο' ;!
Ξάπλωσα για λίγα λεπτά και αισθάνθηκα καλύτερα. Η γιαγιά μέσα είχε ήδη τηλεφωνήσει στη Κατερίνα (Ξαδέλφη Β) και σιχτίριζε τη Βασιλική (Ξαδέλφη Α) για το μαντολίνο "... να δεις που το 'χε διαβασμένο η μάγισσα η κακούργα... αλλά μια ζωή έτσι ήταν..." Ο Λένυ είχε ξαπλώσει στα πόδια της κι έκανε τον κοιμισμένο. Έφαγα ένα κομματάκι μουσακά με το αριστερό χέρι σαν τον κουλό και πήγα στο φαρμακείο.
Ο φαρμακοποιός έπινε μπυρίτσες-ουζάκια με δυο φίλους του και μόλις είδε τη πληγή -με τον ξεραμένο καφέ- μου είπε να πάω στο νοσοκομείο για αντιτετανικό και πιθανά ράμματα. Βέβαια, ο ένας φίλος του είπε πως μάλλον δεν θα χρειαστώ αντιτετανικό καθώς "...το μικρόβιο του τετάνου δεν ζει 30 εκατοστά πάνω από το έδαφος (;!)".
Εν τέλει, ούτε ράμματα, ούτε αντιτετανικό έκανα. Ο γιατρός είπε να καθαρίσω τη πληγή με οξυζενέ, να βάλω μπεταντίν και να τη δέσω και "...αν είσαι τυχερός μπορεί και να ξανακολλήσει!"
Ευτυχώς που η καλή εβδομάδα πιάνεται από τη Δευτέρα το πρωί!
Καλή μας εβδομάδα!