Τα δυο χρόνια και κάτι που μένω σ' αυτό το σπίτι, συγκατοικώ με τον χτύπο ενός ρολογιού. Σε στιγμές απόλυτης ησυχίας, τις νύχτες, τα μεσημέρια ακούγεται ένα απαλό τικ- τοκ. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ένα παλιό ρολόϊ που είχα χάσει αλλά πριν λίγους μήνες αποκαλύφθηκε πως μου το είχε βουτήξει ένας φίλος μου και το αντάλλαξε μ' έναν φορτιστή κινητού. Ρολόγια δεν φοράω. Με τον καιρό πάντως κατάλαβα πως όταν πάψει ν' ακούγεται αυτό το ρολόϊ από το πουθενά, κάτι δυσάρεστο πρόκειται να συμβεί. Το ρολόϊ είχα να το ακούσω από χθες.
Απόψε έπεσα νωρίς για ύπνο. Τις τελευταίες μέρες, τα μαλλιά μου κατσαρώνουν από την υγρασία και δεν κοιμάμαι καλά. Στις 03:00 ακριβώς χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα για να τηγανίσω λίγο χαλλούμι και μερικές φετούλες φλαμαντζέρι. Ανοίγω το ψυγείο, άφαντο το χαλούμι! Άνοιξα συρτάρια, τάπερ, τις παγοθήκες, τίποτα. Αφού το θυμάμαι πολύ καλά: πριν ξαπλώσω έλεγξα το ψυγείο και ήταν εκεί. Σαν τώρα το θυμάμαι: 400 γραμμάρια λαχταριστό τυράκι που είχε ταξιδέψει από τη Λεμεσό και περίμενε με λαχτάρα να γίνει η λαχτάρα ενός λιχούδη ανθρώπου το ξημέρωμα μιας Παρασκεύης. Από τα διαόλια μου παραλίγο να τηγανίσω τ' ακτινίδια. Και ξέρω ποιός κρύβεται πίσω από όλα αυτά: η Έλλη Αλεξίου!
Η Έλλη Αλεξίου (η γνωστή) ζούσε εδώ μέχρι το '88 που πέθανε. Απ' όσο έμαθα από τη σπιτονοικοκυρά κανείς άλλος δεν έχει πεθάνει εδώ αλλά όλοι οι υπόλοιποι ένοικοι μετά τα 2 χρόνια έφευγαν. Και είχε κι ένα ρολόϊ τοίχου στο σαλόνι που ακουγότανε μέχρι τα Παναθήναια. Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν φιληνάδα με την αείμνηστη και ήξερε το σπίτι πολύ καλά καθώς γλεντικοπούσανε με τσάϊ, εργολάβους κι αναμνήσεις από τα παλληκάρια του Ε.Α.Μ.
Κάθε φορά που σταματάει το ρολόϊ, χάνω κάτι. Στην αρχή ήταν μια στέκα του μπιλιάρδου. Λίγο αργότερα, ένα σφουγγαρόπανο. Μετά έχασα το best της Λίτσας Γιαγκούση. Πριν λίγο καιρό, το dvd του Showgirls. Απόψε το χαλλούμι. Ως εδώ!
Δεν ξέρω αν τις ώρες που λείπω παίζει μπιλιάρδο και ακούει το "Έκλαψα, πόνεσα", σίγουρα πάντως δεν σφουγγαρίζει. Δεν ξέρω τί θέλει να καταφέρει αλλά καλά θα κάνει να κρατήσει τα μεταπολεμικά χεράκια της μακριά από το ψυγείο και τα λοιπά πράγματα μου γιατί θα πάθει κομμουνιστικό εξορκισμό. Και στο κάτω κάτω, αν θέλει να με διώξει ας χτυπήσει καμιά κατσαρόλα, ας κλείσει δυνατά καμιά πόρτα, ας φέρει μια βόλτα τους καναπέδες - τα γεροφαντάσματα άραγε πάσχουν από αρθριτικά? Αν θέλει να τα πάμε καλά, να πλύνει τις κουρτίνες. Ή να καθήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας και να περιμένει να συνοδεύσει την φιληνάδα της στο μακρύ ταξίδι. Κάτι ενυδατικές φορτώνει κι από μέρα σε μέρα είναι έτοιμη να μπαρκάρει.
Έξαλλος είμαι. Ακούω πάλι το εκκρεμές. Έφαγα σκέτο το μπέϊκον. Αρχίζω πόλεμο. Από αύριο. Τώρα πάω για ύπνο.