Χθες το μεσημέρι πήγα στην Εθνική τράπεζα στα Εξάρχεια για να κάνω μια κατάθεση. Κρατούσα ένα φάκελλο με χρήματα, μια μπουγάτσα και το ipod που έπαιζε ένα τραγούδι των Radiohead που ευτυχώς τελείωσε γρήγορα και ακολούθησε όλο το νέο cd του Ρέμου.
Ήταν λίγο μετά τις 2 και η τράπεζα ήταν σχεδόν άδεια. Δεν πήρα νούμερο προτεραιότητας γιατί σκέφτηκα πως θα ήμουν ο επόμενος. Πίσω μου ακολούθησαν δύο κύριοι που ήταν πιο ρεαλιστές και τύπωσαν αμέσως νούμερο παίρνοντας τη δική μου σειρά. Τράβηξα ένα χαρτάκι και κάθησα.
Μέσα στο κεφάλι μου είχε κολλήσει ο στίχος "σε ανέχτηκα πολύ μα τελειώσαμε τρελλή" κι άρχισα να φαντάζομαι μια τρελλή κυρία που περιμένει τον άντρα της στο σπίτι φορώντας ένα πυρέξ για καπέλο. Το γαϊτανάκι των συνειρμών ξεκίνησε: πυρέξ - κανελλόνια - έχω μιά λιγούρα- δεν φτούρησε η μπουγάτσα - τί να κάνει το Μάο στη Θεσσαλονίκη? - τέλειωσε άραγε το φεστιβάλ?- μεγάλη μαλακία το 'Hancock'...
Δεν πρόλαβα να απολαύσω το ντανταϊστικό ταξίδι του μυαλού όταν η άκρη του ματιού μου συνέλαβε μιά περίεργη κινητικότητα: ένας αδύνατος τύπος με κατεβασμένο μάλλινο σκούφο στο πρόσωπο, έσερνε τον φρουρό μέσα στο κατάστημα πιέζοντας του το κεφάλι με ένα όπλο.
"Ληστεία!" φώναξε και σωριάστηκε η κοπελίτσα που καθόταν δίπλα μου που τόση ώρα κράταγε μούτρα στον φίλο της. "Ληστεία, ακίνητοι όλοι!" ξαναφώναξε και μια υπάλληλος της τράπεζας τρούπωσε αστραπιαία κάτω από το γραφείο λες και αντί για ληστή μας επισκέφτηκαν 6 ωραιότατα ρίχτερ.
Ο ληστής έριξε τον φρουρό στο πάτωμα. Μ' έπιασε μια ξαφνική στεναχώρια γιατί είναι πολύ καλός άνθρωπος: είναι ευγενικός κι επιτρέπει και τα σκυλιά στη τράπεζα. Ούτε οπλοφορεί. Ένα γουόκι τόκι έχει μόνο κι αυτό μάλλον θέλει μπαταρίες.
Ο νεαρός με την κουκούλα πέρασε από τα ταμεία με μια πλαστική σακούλα και απαίτησε τα λεφτά τους. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έχωσα τον φάκελλο με τα λεφτά στο κάθισμα κι έκατσα πάνω του. Μόλις τελείωσε με τα ταμεία, έκανε μια γύρα στους πελάτες με παρατεταμένο το όπλο και τους άρπαζε τα λεφτά. Όταν έφτασε σ' εμένα με ρώτησε "εσύ τί έχεις?". "Δεν έχω τίποτα, για ανάληψη ήρθα". Χωρίς να το θέλω παρατήρησα τα σηκωμένα μου χέρια κι ένιωσα μιά προσωπική περηφάνια που τα χέρια μου ήταν τόσο καθαρά και τα νυχάκια μου κομμένα. Δεν μου απάντησε κι έτρεξε στην πόρτα. Φεύγοντας μας είπε: "Μην καλέσετε τους μπάτσους γιατί θα σας κάψουμε!". Και βγήκε τρέχοντας.
"Έλα Γιώργο. Μας έκλεψαν πάλι. Θα κατέβεις?" ήταν οι πρώτες λέξεις που ακούστηκαν από τον ένα ψύχραιμο ταμία. "Κλείσαμε, κλείσαμε για σήμερα" μας φώναξαν και βγήκαμε όλοι έξω.
"Γιατί δεν του έδωσες τα λεφτά σου?" με ρώτησε μετά ένας κύριος που μόλις είχε χάσει ένα φάκελο με 500άρικα (και το χαρτί της εφορίας). "Γιατί ήταν πάνω από 1,80 και λιγότερο από 60 κιλά: δεν δίνω τίποτα σε ανθρώπους κάτω των 80 κιλών". Ξαναφόρεσα τ' ακουστικά μου κι έβαλα τη Μισιρλού από το Pulp Fiction. Everybody cool this is a robbery.