Αν επιστρέψεις μετά από χρόνια στην πάλαι ποτέ πολύβοη μπλογκόσφαιρα, θα νιώσεις, αρχικά, λες και βρίσκεσαι σε μια πόλη που ο χρόνος και οι ταξιδιώτες την προσπέρασαν. Περπατάς, περπατάς, κλικ εδώ, κλικ εκεί, κλικ και παραπέρα αλλά το μόνο που έχει μείνει ανοιχτό είναι ένα μουσείο με χιλιάδες χιλιάδων αναμνήσεις καλά φυλαγμένες πίσω από αλεξίσφαιρα τζάμια. Όσοι χάρισαν τις ιστορίες τους σε αυτό το μουσείο, μάζεψαν το υπόλοιπο της ζωής τους σ' ένα μπαουλάκι κι εξαφανίστηκαν κι αυτοί. Άφησαν πίσω μόνο τα τετραδιάκια τους. Όχι για να τα βρει κάποιος και να τα διαβάσει αλλά για να πούν πως έχουν κι αυτοί κάπου κρυμμένο ένα μικρό θησαυρό. Ένα τοσοδούλι ανεκτίμητο θραύσμα μιας άλλης ζωής, ενός άλλου μα και τόσο ίδιου ανθρώπου. Κανείς δεν είναι πια εδώ. Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που αλλωνίζαμε σαν παχουλά, ανέμελα αρνάκια από μπλογκόσπιτο σε μπλογκόσπιτο και ο καθένας μας είχε πάντα ανεξάντλητα αστεία και παινέματα και γνώμες και λέξεις με θαυμαστικά για να κεράσει τον κάθε επισκέπτη. Λέγαμε τόσα πολλά και αυθόρμητα σα να μιλούσαμε σε μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα με τον κολλητό μας. Γράφαμε χωρίς φραγμό λες και σημειώναμε σ' ένα μαγικό ημερολόγιο που θα κρατούσε τα μυστικά μας κρυφά και θα μας απαντούσε ή θα μας συμβούλευε σε κάθε απίθανη απορία. Λόγια, μουσικές, εικόνες. Ο καθένας μας, όλοι μας.
Τα χρόνια όμως κύλησαν. Και σιγά σιγά αυτή η όμορφη γειτονιά ερήμωσε. Οι υποχρεώσεις όλων πλήθυναν, η ανεμελιά συρρικνώθηκε, η ανάγκη να μιλήσεις λίγο ακόμα στο τέλος μιας μέρας γεμάτης λόγια και ευθύνες χάθηκε. Είναι όπως τα παιδιά που όπως μεγαλώνουν όσο και να επιθυμούν να τρέξουν στον δρόμο με τους φίλους τους παίζοντας κυνηγητό, δεν έχουν πια χρόνο. Και σιγά σιγά, εκτός από τον χρόνο, χάνουν και την διάθεση για παιχνίδι. Κι έτσι, μέρα με την ημέρα, το μεγάλο μπούγιο της γειτονιάς μικραίνει ώσπου το μόνο που μένει από την μεγάλη παρέα είναι ένα όνομα στο κουδούνι του σπιτιού κι ένα παράθυρο με σβηστό φως. Και κάθε φορά που περνάς βιαστικά ή τυχαία από την γειτονιά που έζησες κοιτάζεις το παράθυρο και λες "εδώ έμενε ο φίλος μου, ο τάδε. Κάποια στιγμή θα σου πω μια ωραία ιστορία του". Αλλά, δεν θα την πεις ποτέ γιατί βαθιά μέσα σου τον νιώθεις δικό σου άνθρωπο και τις περιπέτειες του θες να τις κρατήσεις για τον εαυτό σου.
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν σήμερα η γειτονιά μας. Θα ήταν σκληρή και αδιάφορη; Θα ήταν με κλειστά παντζούρια και βρώμικα μπαλκόνια; Θα ήταν μονόχρωμη και αφιλόξενη; Θα ήταν χαρούμενη και φιλική; Θα ήταν το πληκτρολόγιο σφεντόνα ή περίστροφο; Θα γελούσαμε με τα κατορθώματα των άλλων ή θα ξεψαχνίζαμε την κάθε λέξη σκάβοντας για μια καλά κρυμμένη προσβολή; Θα επισκεπτόμασταν το κάθε ιστολόγιο φορώντας πιτζάμες ή πανοπλία; Ποιος ξέρει; Ακόμα κι εγώ διαβάζοντας παλαιότερα πόστς θυμώνω με τον εαυτό μου και σκέφτομαι πως μερικά πράγματα δεν θα τα έγραφα σήμερα. Ή τουλάχιστον θα τα διατύπωνα με διαφορετικό τρόπο. Στο βάθος όμως πιστεύω πως όσο κι αν αλλάξαμε, όσα βήματα κι αν κάναμε μπροστά ή όσα στραβοπατήματα μας έκαναν να γλιστρήσουμε σε χαντάκια και βάλτους ο τρόπος και ο λόγος δεν θα άλλαζαν. Γιατί ήμασταν πολλά τα αρνάκια. Κι αν ξεστράτιζε κάποιο, τα υπόλοιπα θα το ξανατραβούσαν στο λειβάδι.Ξέρω πως αυτά δεν θα τα διαβάσει πια κανείς σας. Αλλά ξαναβρήκα τους κωδικούς του μπλογκ μου σε μια παλιά ατζέντα και πέρασα τις τελευταίες μέρες με γέλια και συγκίνηση που είχα καιρό να νιώσω. Γιατί θυμήθηκα πώς είναι ο κόσμος με πόρτες ανοιχτες.
Και για λίγο ξέχασα τον ζόφο των ημερών κι επέστρεψα σε μέρες που δεν θέλω να ξεχάσω και σ' έναν εαυτό που θέλω να επαναφέρω.